Πότε Κούδας, πότε Ιησούς Ιούδας… – Ένας “αριστερός Μεγαλέξανδρος”
Ένας ρομαντικός αριστερός στην εποχή του επαγγελματισμού, που μάγεψε μες στα γήπεδα, αλλά μας απασχόλησε ακόμα περισσότερο με όσα έκανε έξω από αυτά.
Ο Γιώργος Κούδας ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές της γενιάς του και της ασπρόμαυρης “ρομαντικής” εποχής του ποδοσφαίρου, αλλά και συνδετικός κρίκος με το κεφάλαιο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Παρά τη μεγάλη αξία του, ωστόσο, κατάφερε πολλές φορές να βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής για μη αγωνιστικούς λόγους. Εξάλλου, υπάρχουν λιγοστά βίντεο που να διασώζουν τα κατορθώματά του μες στο γήπεδο, υπάρχουν όμως πολύ περισσότερα τεκμήρια και νωπές μνήμες για τις εκτός αγωνιστικού χώρου πράξεις του. Αν και έχει μείνει χαρακτηριστικό το στιγμιότυπο που προελαύνει, ενώ ο αντίπαλος τερματοφύλακας προσπαθεί μάταια να ανακόψει την πορεία του, κρατώντας τον με χέρια και με πόδια.
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 23 Νοέμβρη 1946, στον Άγιο Παύλο Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας του είχε προσφυγική καταγωγή και αριστερά φρονήματα, ενώ είχε κομβικό ρόλο αργότερα στο σίριαλ της πολύκροτης μεταγραφής του, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Όταν έπαιζε μικρός στην παλιά Λαχαναγορά, ένας Πόντιος τον οδήγησε στον ΠΑΟΚ, όπου υπέγραψε το δελτίο του, στα 12 χρόνια του, την ίδια χρονιά που έμπαιναν τα θεμέλια του γηπέδου της Τούμπας. Αυτό το δελτίο τον δέσμευσε στο δικέφαλο από τα εφηβικά του χρόνια και ήταν αυτό που τον κράτησε τελικά εκεί τα επόμενα 25 χρόνια.
Ο Κούδας ήταν ένας τεχνίτης της μπάλας, που χόρευε μαζί της και καθοδηγούσε σα μαέστρος την ομάδα του. Ο ίδιος αναγνωρίζει ιπποτικά πως δε θα πετύχαινε τίποτα χωρίς τους συμπαίκτες του, που έτρεχαν και για αυτόν. Έκανε τρομερό δίδυμο με τον Σαράφη -πρώτος σκόρερ στην ιστορία της ομάδας- αλλά ο ίδιος θεωρούσε ποδοσφαιρικό alter ego του τον Δημητρη Παρίδη, και στην Εθνική τον Γιώργο Σιδέρη, που παραλίγο να γίνει συμπαίκτης του και στον Ολυμπιακό.
Ο Κούδας φόρεσε τη φανέλα του ΠΑΟΚ σε 504 αγώνες πρωταθλήματος και πάνω από 600 φορές συνολικά, σκοράροντας πάνω από 100 γκολ. Ήταν ο ηγέτης της μεγάλης φουρνιάς που πήρε δύο Κύπελλα και το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας του δικέφαλου, το 1976. Πολλοί λένε όμως πως εκείνη η ομάδα άξιζε και άλλους τίτλους, και ας μην κατάφερε για διάφορους λόγους να τους πάρει.
Έμεινε στον ΠΑΟΚ 21 χρόνια ως επαγγελματίας, μέχρι να χτιστεί η επόμενη μεγάλη ομάδα, και ο τελευταίος του αγώνας ήταν το Φλεβάρη της ίδιας χρονιάς ενάντια στο Αιγάλεω, ενώ κατά μια ειρωνεία της τύχης και της ιστορίας, ο δικέφαλος πήρε τον τίτλο την αμέσως επόμενη χρονιά, μετά την απόσυρσή του.
Ο Κούδας ήταν μέλος της Εθνικής που πήγε στην τελική φάση του Κυπέλλου Εθνών -όπως λέγαμε τότε το EURO- το 1980, στα γήπεδα της Ιταλίας. Φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής ομάδας 43 φορές, σημειώνοντας και τέσσερα τέρματα. Το 1995 συμμετείχε για τελευταία φορά με την Εθνική, σε έναν φιλικό αγώνα προς τιμήν του με την Γιουγκοσλαβία, και έγραψε ιστορία που καταγράφηκε και στο ρεκόρ Γκίνες, καθώς πλησίαζε να συμπληρώσει τα 50…
Είδε την ομάδα του να τον τιμά και να εγείρει την προτομή του στο γήπεδο της Τούμπας, ως απόλυτο φόρο τιμής στη μεγαλύτερη ίσως δόξα μιας ένδοξης ομάδας, που δεν του κράτησε ποτέ κακία για όσα είχαν προηγηθεί. Ποια ήταν όμως αυτά…;
Το 1966, ο Κούδας ήταν το μεγαλύτερο ταλέντο της εποχής, και είχε μπει στο στόχαστρο κι άλλων ομάδων, δεσμευόταν όμως με το δελτίο που είχε υπογράψει στον ΠΑΟΚ. Η διοίκηση του τελευταίου αθέτησε όμως τη συμφωνία που είχε κάνει με τον πατέρα του, Γιάννη Κούδα, για να στηρίξει οικονομικά το καφενείο που άνοιξε στο κέντρο της πόλης, και ο τελευταίος ένιωσε να θίγεται η τιμή του, και δήλωσε ότι όσο ζει, ο γιος του δεν πρόκειται να παίξει ποτέ ξανά στο δικέφαλο.
Ο Κούδας συμφώνησε τελικά με τον Ολυμπιακό, κατέβηκε στον Πειραιά, παρουσιάστηκε, έκανε δηλώσεις που εξέφραζε την αγάπη του στους φιλάθλους της ομάδας, και θεωρούσε ζήτημα χρόνου την ολοκλήρωση της μεταγραφής του. Για να συμβεί αυτό το τελευταίο, όμως, έπρεπε να δώσει και ο Παντελάκης, ως πρόεδρος του ΠΑΟΚ, τη συγκατάθεσή του, κάτι που δε συνέβη ποτέ. Ο Παντελάκης είχε πει χαρακτηριστικά στον αθλητικό επίτροπο της χούντας -που είχε επιβληθεί στο ενδιάμεσο- τον Ασλανίδη: “Εγώ μπορεί να πάω στη Γυάρο, ο Κούδας όμως δε θα παίξει ποτέ στον Ολυμπιακό”.
Τα ρεπορτάζ της εποχής αναφέρουν πως η χώρα -που ζούσε δραματικές πολιτικές στιγμές- κινδύνευε να κοπεί στα δύο, εξαιτίας του θυμού και των έντονων αντιδράσεων των ΠΑΟΚτζήδων, για να ακυρωθεί η μεταγραφή, με αποκορύφωμα την απόβασή τους σε έναν αγώνα του Ολυμπιακού στην Κατερίνη, εναντίον του Πιερικού, που δεν τελείωσε ποτέ.
Από τότε χρονολογείται και η έντονη αντιπαλότητα μεταξύ των δύο ομάδων, που αποτυπώθηκε εμφατικά και στη μεταξύ τους προϊστορία. Το εχθρικό κλίμα που συναντούσε ο Ολυμπιακός, κάθε φορά που ανέβαινε στη Θεσσαλονίκη, ήταν τέτοιο, που δημιούργησε μια μακρόχρονη παράδοση υπέρ του ΠΑΟΚ στην Τούμπα, με ένα αήττητο σερί που κράτησε από το 1969 ως το 1992, με μια σειρά εντυπωσιακές νίκες -όπως το 6-1, που έγινε όμως στις Σέρρες.
Ο Κούδας έκανε το στρατιωτικό του και έμεινε τελικά δύο χρόνια εκτός αγωνιστικής δράσης, για να πειστεί τελικά να επιστρέψει στον ΠΑΟΚ, όπου έμεινε μέχρι το τέλος της καριέρας του. Έχοντας ακούσει πολλά για αυτήν την απόφαση που δίχασε την ποδοσφαιρική Ελλάδα, ο ίδιος θεωρεί πως την πλάστιγγα έγειρε ο ρόλος του πατέρα του, που δεν ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο, αλλά ένιωσε θιγμένος από τη στάση της διοίκησης του ΠΑΟΚ. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Γιάννης Κούδας έφυγε στο Πασαλιμάνι, όπου έμεινε αρκετά χρόνια, προτού επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, ενώ για κάποια χρόνια είχε διακόψει τις επαφές και με τον γιο του!
Ο Γιώργος Κούδας, σύμβολο της “ιδιαίτερης σχέσης” μεταξύ των δύο ομάδων, πέτυχε ίσως το ομορφότερο γκολ της καριέρας του εναντίον των ερυθρόλευκων -αν και δεν έχει σωθεί από κάποια κάμερα. Ενώ πολλά χρόνια αργότερα, είδε την προτομή του να βανδαλίζεται σε ένα επεισοδιακό ντέρμπι ΠΑΟΚ-Ολυμπιακού στην Τούμπα, που σημαδεύτηκε και από την εικόνα του αιμόφυρτου Κασναφέρη…
Μπορεί η υπόθεση του Κούδα να “επισκίασε” εν μέρει τις πυκνές πολιτικές εξελίξεις της εποχής, ο ίδιος όμως δε δήλωσε ποτέ απολίτικος. Ο πατέρας του Γιάννης ήταν κομμουνιστής και έκανε εξορία. Πολύ πρόσφατα, ο Κούδας έκανε μια συγκινητική δήλωση ενάντια στο φασισμό, αναφερόμενος σε όσα του έμαθε ο πατέρας του: οι φασίστες παιδί μου είναι κτήνη, δεν είναι άνθρωποι…
Σε κάποια άλλη αφήγησή του, ο Κούδας διηγούνταν ένα ανέκδοτο περιστατικό με τον πατέρα του:
Όταν στα παιδικά μου χρόνια πήγα το πρώτο μου ταξίδι με την Εθνική Νέων στις χώρες του τότε «παραπετάσματος» και είδα ανθρώπους να περιμένουν στην ουρά να πάρουν ένα ψωμί, γύρισα και του είπα «Πατέρα εμείς είμαστε κομμουνιστές τώρα;» και εκείνος μου απάντησε: «κοίταξε να δεις παιδί μου δεν είναι να ‘σαι κομμουνιστής, δεξιός ή δεν ξέρω κι εγώ τι, είναι να’ σαι άνθρωπος. Τα πάντα, και τα συστήματα ακόμα, εξαρτώνται από τον άνθρωπο»….
Παρά τα σενάρια που τον ήθελαν να τον φλερτάρουν πότε το ΠΑΣΟΚ και πότε ο ΣΥΡΙΖΑ, για να κατέβει υποψήφιος βουλευτής, αρνήθηκε να μπει σε αυτόν τον στίβο και να εξαργυρώσει το όνομά του με μερικά κουκιά. Και φαινόταν να παραμένει συνεπής σε αυτήν την απόφαση, ως την περασμένη άνοιξη, όπου τελικά συμφώνησε να είναι υποψήφιος με μια δεξιά παράταξη στο δήμο Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής τον Γ. Ορφανό, στέλεχος της ΝΔ και αδερφό ενός παλιού συμπαίκτη του στον ΠΑΟΚ. Εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος και -όπως είναι λογικό κι αναπόφευκτο- άρχισε να χορεύει στον κυρίαρχο ρυθμό -εφόσον μπήκε στον χορό- ενάντια στους εργαζόμενους και τις διεκδικήσεις τους.
Είναι βαρύ να του αποδώσει κανείς το προσωνύμιο του “Ιούδα” για αυτές τις αποφάσεις του που συζητήθηκαν. Παρόλα αυτά, το όνομά του συνδέθηκε με αυτήν ακριβώς τη ρίμα, και με τον Βούδα, χάρη στο πασίγνωστο τραγούδι του Μανόλη Ρασούλη, που το τραγούδησε ένας άλλος Σαλονικιός, ο Νίκος Παπάζογλου. Από εκεί είναι εμπνευσμένος άλλωστε και ο τίτλος της δικής του βιογραφίας “της ζωής μου το παιχνίδι…”.
Ο Κούδας τρομάξε όταν άκουσε πρώτη φορά το στίχο, αργότερα όμως συναντήθηκε με το Ρασούλη, έναν μόλις χρόνο πριν πεθάνει ο δημοφιλής συνθέτης, που εξήγησε το σκεπτικό του στίχου του -πέρα από την προφανή ρίμα:
«Η ουσία του βουδισμού είναι να παίρνεις τη ζωή σαν παιχνίδι. Ο Βούδας από τη μια πλευρά το δίδασκε αυτό και ο Κούδας από την άλλη δίδασκε το ίδιο, αλλά σε ανθρώπινο επίπεδο: Πως το παιχνίδι είναι η ανακατακτημένη παιδικότητα που ονομάζουμε «βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο!». Διότι ο Γιώργος ήταν «βραζιλιάνος» ποδοσφαιριστής, ήταν μάτζικ! Έτσι μου «έκατσε» πολύ στιχουργικά, το Βούδας – Κούδας. Και εγώ πλέον λέω «και Βούδας και Κούδας», δηλαδή έχουμε και το ανθρώπινο και το θεϊκό. Μακάρι να αντιλαμβανόμασταν τη ζωή μας σαν παιχνίδι που έχει μαγεία και μας οδηγεί κάπου: στη γνώση, στην απελευθέρωση, στη λύτρωση. Να ζούμε όπως ο Κούδας έπαιζε μπάλα. Αέρινος, δυνατός, μάτζικ. Παιχνίδι με νόημα, ζωή με νόημα. Ελπίζω να βάλω κι εγώ –πολιτιστικά μιλώντας- γκολ στα δίχτυα της άγνοιας»….