Πού ‘ναι τα χρόνια… Ωραία χρόνια;
Ο θάνατος του Εθνικάρα Μαντζουράνη, που σκόρπισε συγκίνηση σε όλους τους φιλάθλους, ήταν η κατάλληλη πένθιμη συνοδεία για τη σέντρα ενός πρωταθλήματος που έχει κακοφορμίσει καιρό τώρα και το παρακολουθείς υποχρεωτικά με κλειστή μύτη και ιδανικά με κλειστά μάτια.
Ο θάνατος του Εθνικάρα Μαντζουράνη, που σκόρπισε συγκίνηση σε όλους τους φιλάθλους, ήταν η κατάλληλη πένθιμη συνοδεία για τη σέντρα ενός πρωταθλήματος που έχει κακοφορμίσει καιρό τώρα και το παρακολουθείς υποχρεωτικά με κλειστή μύτη και ιδανικά με κλειστά μάτια.
Το χειρότερο είναι πως συνειδητοποιείς ξαφνικά ότι ο θάνατος του Εθνικάρα επισφραγίζει τον θάνατο του αγαπημένου του Εθνικού. Η προηγούμενη φορά που είχε απασχολήσει το ευρύ κοινό το όνομα της ιστορικής ομάδας ήταν οι οπαδικές καφρίλες κάτι “Κρητίκαρων” που σκότωσαν τον Κώστα Κατσούλη, μια ευγενική φυσιογνωμία που θα έχανε τη ζωή της στα γήπεδα της Γ’ Εθνικής, για να καταλάβουν όλοι πόσο έχει προχωρήσει η σήψη. Και η αμέσως προηγούμενη ήταν η έξωση του Εθνικού από το Καραϊσκάκη, που ήταν ίσως το σημείο χωρίς επιστροφή για να πέσει στην ανυποληψία μια ομάδα που μέχρι το 1990 δεν είχε λείψει ποτέ από τα… μαρμαρένια αλώνια της Α’ Εθνικής.
Το πρωτάθλημα αρχίζει
Η εξέδρα πλημμυρίζει
Γίνεται σε κάθε γκολ
Μα το ντέρμπι είναι στημένο
Και από πριν ξεπουλημένο
Και εσύ ντύνεσαι με δίχρωμα κασκόλ…
Το πρωτάθλημα που ξέραμε και χαιρόμασταν έχει πεθάνει και μετεξελιχθεί σε ένα είδος ζόμπι, που ρουφά άλλους ζωντανούς πόρους για να επιβιώσει, αλλά κάθε χρόνο σέρνεται σαν αμοιβάδα. Δεν ξέρουμε αν και πότε θα ξεκινήσει και αν θα τελειώσει ομαλά ή θα πάθει ανακοπή στην πορεία.
Τώρα πια δε γίνεται καν χαμός στις κερκίδες. Η Ελλάδα δεν αναστενάζει στα γήπεδα, όπως έλεγε πριν ξεκουτιάνει ο Νιόνιος, αλλά στο Var, στα καφενεία και στα πρακτορεία του ΟΠΑΠ, που οι παλιοί τα θυμούνται -και τα νοσταλγούν- ως Προποτζίδικα, που είχε κυρίως αγώνες της Α’ Εθνικής, που τώρα αναβαθμίστηκε σε Σούπερ Λίγκα και έπεσε στα τάρταρα.
Άραγε εμείς μεγαλώσαμε ή αυτός ο κόσμος πάλιωσε και πήρε να σαπίζει; Και πότε ήταν νέος δηλαδή; Πότε είχε αφήσει ήσυχη την μπάλα ως αποκούμπι μας; Δεν ξεπουλούσε πάντα την ψυχή της στο διάολο του κέρδους, κάνοντας τον νταβατζή της; Δεν υπήρχαν πάντα δωροδοκίες, στημένα, κοράκια, παράγκες και λαμόγια; Επειδή ήταν όλα ασπρόμαυρα δε χρειάζεται να πάθουμε αχρωματοψία ούτε αμνησία.
Οι παλιές καλές εποχές, όταν όλα ήταν “πιο ρομαντικά και αθώα”, είναι προφανώς εξιδανικευμένες στη συλλογική μας μνήμη. Η βασική διαφορά είναι πως το παιχνίδι των μεγάλων παίζεται πλέον με όρους μαφίας -που είναι οργανωμένη και πανίσχυρη- από επιχειρηματίες που ξεσκίζουν τις σάρκες του πρωταθλήματος, γιατί η αγορά του είναι πολύ μικρή για να μοιραστούν την πίτα της. Κι η δεύτερη βασικά διαφορά, ως συνέπεια της προηγούμενης, είναι πως όσοι ζουρλοί έχουν απομείνει να ασχολούνται, μοιάζουν να είναι στη δούλεψη αυτής της Μαφίας, ακόμα και αν οι ίδιοι δεν έχουν να κερδίσουν το παραμικρό από όλα αυτά.
Κάποτε τουλάχιστον οι κερκίδες ήταν ενιαίες και οι οπαδοί συνυπήρχαν, έκαναν πειράγματα και καζούρα στους φίλους τους, και μια φορά, σε ένα ντέρμπι αιωνίων, είχαν ενωθεί για να σταματήσουν έναν αγώνα-παρωδία, που υποψιάζονταν πως είχε στηθεί για ισοπαλία, ώστε να γίνει επαναληπτικός και να αυξηθούν τα έσοδα των διοικήσεων.
Σήμερα κανείς δεν ενδιαφέρεται να σταματήσει την παρωδία και τη σήψη, αρκεί να νιώθει καβάλα στο άλογο, γιατί είναι οργανικό κομμάτι της και έχει μάθει να απολαμβάνει την παρακμή του. Και οι “γραφικές μορφές” των γηπέδων που χάνονται, όπως ο Μητσάρας, ο Εθνικάρας και άλλοι, έμοιαζαν παράταιρες επιβιώσεις του περασμένου αιώνα και μένουν πίσω ως υπόμνηση. Όχι για τους “παλιούς καλούς καιρούς” που χάθηκαν, αλλά για αυτά που πρέπει να κάνουμε, αν αγαπάμε στα αλήθεια τον αθλητισμό και θέλουμε το καλό του: να κρατήσουμε μακριά τις επιχειρήσεις και τα συμφέροντα που τον λυμαίνονται.
Είναι ζήτημα “ζωής και θανάτου” για το άθλημα και την ουσία του…