Πριμέρα Ντιβισιόν: Η Λίγκα με τα πεφταστέρια
Η συγκεκριμένη ανάλυση της φετινής La Liga, μέσα από ταξικά blaugrana γυαλιά.
Χτες άνοιξε η αυλαία της Πριμέρα Ντιβισιόν, που κάποτε βαφτίστηκε “η Λίγκα των αστεριών”. Μόνο που πέρσι έγιναν πεφταστέρια και είδαμε μια καθολική “ισπανική υποχώρηση”, μετά από πέντε χρόνια κυριαρχίας στην Ευρώπη. Ας το πάρει και κάνας άλλος, θα πει κανείς. Ναι, αλλά η ανάκτηση των σκήπτρων μόνο δεδομένη δεν είναι, με τους Άγγλους απέναντι να σκορπάν λεφτά με το τσουβάλι -όχι πως πήγαν πίσω φέτος οι Ισπανοί.
Έτσι κι αλλιώς, αυτά δεν επηρεάζουν τους εσωτερικούς συσχετισμούς στο πρωτάθλημα -αν και διαμορφώνουν προτεραιότητες για κάθε ομάδα. Ούτε είναι τυχαίο πως για τη Ρεάλ, τα προηγούμενα χρόνια, ήταν πιο εύκολο να πάρει την κούπα με τα μεγάλα αυτιά, από ό,τι την εγχώρια. Η Πριμέρα Ντιβισιόν, άλλωστε, είναι ίσως η μοναδική λίγκα, όπου ο δέκατος της βαθμολογίας (Μπέτις) μπορεί να βγάλει διπλό στις έδρες των δύο βασικών ανταγωνιστών (Μπάρτσα, Ρεάλ), να ρίξει ντόρτια στον πρωταθλητή, να έχει καλή πορεία στην Ευρώπη, παίζοντας καλή μπάλα, αλλά να μείνει εκτός στόχων (να βγει δηλαδή ξανά στην Ευρώπη) λύνοντας τη συνεργασία με τον προπονητή του.
Η αυλαία άνοιξε χτες, όπως ακριβώς είχε κλείσει πέρσι, με κεκτημένη στασιμότητα για την Μπάρτσα του Βαλβέρδε, που έπεσε στο λάκκο των λεόντων (Σαν Μαμές) θυμίζοντας γατάκι, χωρίς το Μέσι σε ρόλο Μεσσία να κάνει θαύματα. Η μόνη πιο ακατανόητη απόφαση από την παραμονή του Βαλβέρδε -που ανανέωσε νωρίς, για να μη χαθεί το κελεπούρι- είναι οι αστείες, κροατικές εμφανίσεις με τους ρόμβους, που θα τις δούμε την άλλη αγωνιστική στο Καμπ Νου. Και δεν είναι καν σίγουρο πως θα μείνει ο Ράκιτιτς -ο μόνος εξοικειωμένος με το θέαμα, από την εθνική του.
Η μόνη πιθανότητα για κάτι ακόμα πιο εξοργιστικό, είναι να δικαιωθεί η εμμονή να επιστρέψει ο Νεϊμάρ -με πιο πολλά χρήματα από όσα έφερε, όταν έφυγε- που παραμένει ανεξήγητη, όπως και να την πιάσεις. Οικονομικά δεν υπάρχει καμία λογική -και αν υπήρχαν χρήματα για ξόδεμα, ας πήγαιναν στοn Ντε Λιχτ. Αγωνιστικά υπάρχει ήδη μποτιλιάρισμα σε κέντρο και επίθεση. Και αν όλα αυτά ήταν ένα σχέδιο, για να αποκτήσει χρηστική αξία το βαρίδιο του Κουτίνιο, ως έμψυχο μεταγραφικό αντάλλαγμα, χτες έκλεισε δανεικός στην Μπάγερν. Οπότε; Γιατί να γίνει μια μεταγραφή, με όρους χειρότερους κι από την “ανταλλαγή” Ετό-Ιμπραϊμοβιτς, πριν δέκα χρόνια;
Για να έχει κάποιον αντι-Μέσι, είναι η απάντηση. Η Μπάρτσα ζει κι αναπνέει με το Μέσι, σε βαθμό που να της κόβεται η ανάσα, όταν αυτός δεν τρέχει και δε μαρκάρει, για να γλιτώσει τα δικά του πνευμόνια, με οικονομία δυνάμεων -όπως στους ημιτελικούς με τη Λίβερπουλ. Όλοι συμφωνούν με τη διάγνωση της Messidepedencia -υπερβολική εξάρτηση από το Μέσι- αν και αυτό είναι η μισή αλήθεια για μια ομάδα που είχε νικήσει χωρίς αυτόν 5-1 τη Ρεάλ -και ας μην ήταν σπουδαίο κατόρθωμα αυτό με το περσινό χάλι της. Η άλλη μισή είναι ότι υπάρχει ένα κακό πλάνο που πρέπει να αλλάξει. Κανείς όμως δεν εμπιστεύεται πραγματικά το διαχειριστή Βαλβέρδε πως έχει εναλλακτικό σχέδιο ή πώς μπορεί να το υλοποιήσει, χτίζοντας κάτι δικό του.
Η ομάδα έχει δύο νέα βασικά γρανάζια. Τον Ντε Γιονγκ που μπορεί να γίνει ο νέος Τσάβι-Ινιέστα, αν και ξεκινάει από πιο πίσω. Και το Γάλλο Γκριζμάν, που μπορούσε να έρθει ελεύθερος πέρσι -αλλά μας έριξε χυλόπιτα που την ανακοίνωσε μάλιστα μέσω ντοκιμαντέρ (;!) -ενώ φέτος κόστισε 120 μύρια κι έναν διοικητικό πόλεμο με την Ατλέτι. Μπορεί να προσφέρει ποιότητα, λύσεις για να ξεκλειδώσει άμυνες, ωραία γκολ σε εύκολα ματς. Όχι όμως το μέταλλο που λείπει στα δύσκολα -κι ας τον γαλούχησε η Ατλέτι του Σιμεόνε.
Οι τίτλοι μπορεί να έρθουν, μπορεί και όχι. Δεν είναι αυτό το πρωτεύον, όταν είσαι η Μπάρτσα. Κανείς δεν κατηγορεί το Βαλβέρδε πως δεν πήρε τίτλους, αυτό είναι απλώς το άλλοθί του, για να μην ξεσπάσει γενική γκρίνια, έχοντας ασπίδα όσους θυμίζουν πως μόνο αυτονόητο δεν είναι να πάρεις οκτώ πρωταθλήματα σε έντεκα χρόνια. Υποτίθεται πως προσπαθεί να παίξει τακτικά, με πονηριά, αλλά το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται -και μάλιστα όχι μια τυχαία μύτη, αλλά αυτή του Ερνέστο, ε…;
Η Μπάρτσα δεν οφείλει να παίρνει πρωταθλήματα. Οφείλει όμως να παίζει ωραίο ποδόσφαιρο, να κυριαρχεί, να μη φοβάται, να μην κλείνεται ποτέ -γιατί δεν ξέρει να αμύνεται. Να ξέρει όμως τι να κάνει την μπάλα, αντί να την ταλαιπωρεί, να έχει σχέδιο -που δε θα είναι απλώς “δώστε την μπάλα στο Μέσι”. Κι αν είναι να χάσει, ας έχει πέσει με τις αξίες της, με το δικό της τρόπο, και όχι γιατί τις ξεπούλησε στο γιουσουρούμ της σκοπιμότητας.
Στην τελική και τιτλοθήρας να είναι κανείς, ας το δει αλλιώς. Για να μπορέσει να κερδίσει τίτλους η Μπάρτσα, πρέπει να παίζει μπάλα, να κυριαρχεί κατά κράτος, όχι να υποφέρει και να δραπετεύει in extremis, όχι να ανατρέπει δύσκολες καταστάσεις, να ξεζουμίζει τη συγκυρία, παίρνοντας το μάξιμουμ δυνατό με ηρωισμούς. Πρέπει να νικάει γκρεμίζοντας τείχη και όχι τρυπώνοντας από τη χαραμάδα. Αυτή είναι (είναι ακόμα;) η διαφορά της από τους υπόλοιπους. Κι αυτό είναι το μόνο που μπορεί να σημαίνει το σύνθημα “κάτι παραπάνω από ένας σύλλογος” -αν δηλαδή σημαίνει κάτι- στο χορτάρι.
Συνεπώς τα προγνωστικά είναι αντιφατικά, σα διαλεκτική. Συγκρατημένη αισιοδοξία για τίτλους -παρά το καμπανάκι που χτύπησε στην ήττα από την Μπιλμπάο- όχι όμως για το Τσου Λου που είναι προτεραιότητα -και πέρσι ήταν στη θεωρία. Ελάχιστη ως μηδενική αισιοδοξία για καλή μπάλα και εκλάμψεις που να θυμίζουν το πρόσφατο παρελθόν της ομάδας -περασμένα μεγαλεία…
Τα ίδια που ψάχνει η Ρεάλ δηλαδή, ξαναφέρνοντας στην ομάδα το Ζιζού, με λευκή επιταγή για να κάνει ό,τι θέλει στην ομάδα. Πέρσι έμεινε εκτός στόχων από Φλεβάρη μήνα, αλλά αυτό προκάλεσε έκπληξη μόνο σε όσους δεν την παρακολουθούσαν συστηματικά. Πρόπερσι είχε το ίδιο χάλι, ήταν και πάλι με την πλάτη στον τοίχο, έσωσε όμως τη χρονιά από το Τσάμπιονς Λιγκ, το βάρος της φανέλας της, την τεχνογνωσία της στις επαγγελματικές νίκες, και την ικανότητά της σε μεμονωμένους αγώνες να παίρνει λάμψη από τα μεγάλα αστέρια της -του Ζιντάν στον πάγκο συμπεριλαμβανομένου- ως άθροισμα μεγάλων μονάδων, και όχι απαραίτητα ως πολύ καλό σύνολο, με την κλασική συνταγή του Πέρεθ, που επενδύει στους “γκαλάκτικος” -τους γαλαξιακούς παίκτες που δίνουν αίγλη στο μύθο της ομάδας αλλά αντλούν συνάμα λάμψη απ’ το στέμμα της Βασίλισσας.
Πέρσι έχασε το Ζιντάν και τον Κριστιάνο και πίστεψε πως μπορεί να τα καταφέρει χωρίς αυτούς. Το πάθημα έγινε μάθημα και οδήγησε σε επιμέρους διορθωτικές κινήσεις. Η Ρεάλ πήρε τον Αζάρ -αν και ο Τύπος γκρινιάζει για τα κιλά του- προσπαθεί να κλέψει το Νεϊμάρ -ας της ευχηθούμε ολόψυχα να το καταφέρει- και επανέφερε το Ζιντάν στον πάγκο. Είναι μεγάλος ο κίνδυνος όμως να θεωρηθεί ξαναζεσταμένο φαγητό, εάν δεν έχει το χρυσοφόρο άγγιγμα του Μίδα, όπως στην πρώτη θητεία του στη Μαδρίτη.
Ίσως η επόμενη λύση να είναι ο Ραούλ, που κολλάει τα πρώτα του ένσημα στη δεύτερη ομάδα, όπως αντίστοιχα για την Μπαρτσελόνα θα είναι ο Τσάβι -που δε βιάζεται όμως για να μην καεί στο ρόλο του “νέου Γκουαρδιόλα”. Κι ίσως η τωρινή λύση να έρθει από παίκτες όπως ο Μπέιλ και ο Χάμες, που ξέμειναν χωρίς ρόλο στην ομάδα, αλλά μπορεί να τον βρουν στην πορεία.
Η εποχή του Μέσι αφήνει το σημάδι της αλλάζοντας τους συσχετισμούς. Η Μπάρτσα πέρασε μπροστά μετά από πολλές δεκαετίες στο ισοζύγιο της προϊστορίας των clasico, έχει διαφορά ασφαλείας στα Κόπα Ντελ Ρέι -το Κύπελλο του Βασιλιά, όπου είναι ευδιάκριτη η τραγική ειρωνεία της ιστορίας για μια ομάδα που υπέφερε από το στέμμα της Καστίλλης- και έχει μειώσει αισθητά τη διαφορά στα πρωταθλήματα. Όχι όμως και στα Τσου-Λου, όπου είχε πάει προσωρινά το σκορ στο 10-5, πριν κάνει το δικό της θριπίτ η Ρεάλ. Και ίσως ο Μέσι να έχει χάσει το μεγάλο του κίνητρο, αφότου έφυγε ο Κριστιάνο, χωρίς την απευθείας σύγκριση με το αντίπαλο δέος…
Κάποτε το Μπάρτσα-Ρεάλ ήταν η καλύτερη ποδοσφαιρική προσομοίωση της ταξικής πάλης. Σήμερα αυτή η σύγκρουση έχει κυρίως εθνοτικά χαρακτηριστικά και μοιάζει με τους δικομματικούς καβγάδες στη Βουλή. Κάποιοι βλέπουν ως λύση τον τρίτο δρόμο της Ατλέτικο, που έχει όλα τα φόντα να γίνει συμπαθής, λόγω του Cholismo, του ψυχισμού-ιδεολογίας που πηγάζει από την ιδιοσυγκρασία του Σιμεόνε κι έχει περάσει στο DNA της ομάδας. Οι ισπανόφωνοι Αργεντίνοι όμως έχουν αρκετή δόση Ιταλίας στο αίμα τους, και έτσι η Ατλέτικο μπορεί να γίνει η πιο πιστή -και αποκρουστική ταυτόχρονα- εκδοχή της μετεξέλιξης του Καμπιονάτο, με αδιαμφισβήτητα καρύδια αλλά και με τον πιο ενοχλητικό τρόπο να τα δείχνει χωρίς λόγο, σε ένα ποδόσφαιρο συνώνυμο του ανταρτοπόλεμου, στα όρια της προβοκάτσιας. ‘Η αλλιώς η πιο ιταλική ομάδα των ημερών μας -πιο πολύ και από τη Γιουβέντους, που την απέκλεισε πέρσι στο Τσου-Λου.
Θεωρητικά η Ατλέτικο έχει ενισχυθεί και έκανε τη μεταγραφή του καλοκαιριού (Φέλιξ-Μπενφίκα), κυνηγώντας ακόμα και το Χάμες που ξέμεινε στη Ρεάλ. Είναι ζήτημα όμως αν θα αντέξει τα κενά βασικών στυλοβατών των τελευταίων χρόνων -από τον Γκοντίν και τον Γκριζμάν, μέχρι τον Φελίπε Λουίς, τον Ροντρίγκο και τον Λούκα Ερνάντεθ.
Το μοναστήρι να ‘ναι καλά, θα πει κανείς. Και προπαντός ο επικεφαλής καλόγερος, Τσόλο Σιμεόνε, που έχει αλλάξει τη σύγχρονη ιστορία της ομάδας. Το μοναδικό ερώτημα είναι αν μπορεί να φτάσει τα δικά του κατορθώματα -το πρωτάθλημα του 14′, τους δύο τελικούς Τσου Λου, το 14′ και το 16’- ή απλώς η ομάδα έχει φτάσει προ πολλού το ταβάνι της. Με άλλα λόγια, αν ο ποδοσφαιρικός του έρωτας με την Ατλέτικο είναι μια σχέση ζωής ή μια σχέση που θα οδηγηθεί στη φθορά, γιατί δεν μπορεί να εξελιχθεί…
Το σημείο-κλειδί της περσινής “ισπανικής υποχώρησης” ήταν η πτώση της δεύτερης ταχύτητας, που έδινε στο πρόσφατο παρελθόν τον τόνο -πχ με την κυριαρχία της Σεβίγια στο Europa League, αλλά και την αδυναμία της να κάνει την υπέρβαση. Η Βαλένθια που έκανε μια χρονιά γεμάτη ισοπαλίες, αλλά πήρε στο φότο-φίνις το εισιτήριο για το Τσου-Λου, διανύει την πιο σοβαρή διοικητική κρίση της ιστορίας της. Η Σεβίγια είναι κάθε πέρσι και καλύτερα, αλλά μοιάζει φαβορί για να κλείσει την τετράδα. Ενώ η συμπολίτισσα Μπέτις είναι το αντίπαλο δέος και μπορεί να βρήκε χρυσάφι με τη μεταγραφή του Φεκίρ.
Η Αθλέτικ Μπιλμπάο μπορεί να επιστρέψει στην Ευρώπη -μετά την περσινή παραλίγο καταστροφική χρονιά, που σώθηκε από το ντεμαράζ στο τέλος- και έκανε ιδανικό ξεκίνημα με το τρομερό ψαλίδι του Αντούριθ -αειθαλής, όσο και το καμάρι των Βάσκων. Στα κάτω πατώματα, όλοι βράζουν στο ίδιο καζάνι, και θα είναι αισθητή η απουσία της Ράγιο Βαγεκάνο -της ομάδας των Ska-P και του εργατικού προαστίου της Μαδρίτης- που δίνει τη δική της μάχη, όσο τόσο αγωνιστικά -με στόχο την επάνοδο στα μεγάλα σαλόνια- όσο κυρίως για τη διατήρηση του χαρακτήρα της και της εναλλακτικής της ταυτότητας, ενάντια στην ίδια της τη διοίκηση…
Καλή χρονιά κι ας ευχηθούμε κερδίσει ο καλύτερος, βλέποντας ένα πεφταστέρι. Κι όλοι ξέρουμε τι χρώματα φορά ο καλύτερος, αρκεί να μη διαφωνήσει στην πράξη και ο Ερνέστο…
ΥΓ 1: Καλά είστε σοβαροί; Γιατί κάνετε αφιέρωμα στο Ισπανικό πρωτάθλημα;
Απάντηση: Ό,τι μπορεί να κάνει ο καθένας, καλό είναι.
ΥΓ 2: Καλά είστε σοβαροί; Κάνετε αφιέρωμα στην Ισπανία και όχι στην Αγγλική Πρέμιερ Λιγκ;
Απάντηση: Ας μην ανοίξουμε τώρα κουβέντα ποιο είναι το καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου, ή το καλύτερο πλυντήριο του κόσμου. Ή το πιο ακριβό και εμπορικό πρωτάθλημα του κόσμου.
Τόσους Αγγλόφιλους έχει η σελίδα -καμία φίλαθλη ιδιότητα δεν είναι ντροπή, πλην της Λάτσιο, της Λέγκια και μερικών φασιστών ακόμα. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, για να βγάλουν το δικό τους αφιέρωμα. Και αν έχουν κόκκινα γυαλιά -σαν του Κλοπ ή του Κραουνάκη που λέει ο λόγος- τόσο το καλύτερο…