Ρουντ Γκούλιτ – Το σέξι ποδόσφαιρο ενός… “μαυρούκου” ρασταφάρι
Ο Μπόσκοβ έλεγε πως ο Γκούλιτ είναι ένα μεγάλο ελάφι που βγαίνει στο λιβάδι, κι ίσως αυτό να είναι η καλύτερη περιγραφή για τον ποδοσφαιρικό καλπασμό ενός καθαρόαιμου στο χορτάρι, και το εντυπωσιακό του παιχνίδι, που είχε τα πάντα: δύναμη, ταχύτητα, γκολ, αμυντικές αρετές. Και μια εντυπωσιακή αρετή ράστα κόμη, που τον έκανε από τους πιο αναγνωρίσιμους παίκτες της εποχής του.
Ο Μπόσκοβ έλεγε πως ο Γκούλιτ είναι ένα μεγάλο ελάφι που βγαίνει στο λιβάδι, κι ίσως αυτό να είναι η καλύτερη περιγραφή για τον ποδοσφαιρικό καλπασμό ενός καθαρόαιμου στο χορτάρι, που το εντυπωσιακό του παιχνίδι, που είχε τα πάντα: δύναμη, ταχύτητα, γκολ, αμυντικές αρετές. Και μια εντυπωσιακή αρετή ράστα κόμη, που τον έκανε από τους πιο αναγνωρίσιμους παίκτες της εποχής του.
Γεννήθηκε την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη του 1962. Ο πατέρας του ήταν από το Σουρινάμ, αλλά είχε απλώς εξωσυγυζική σχέση με τη μητέρα του, γι’ αυτό κι ο Γκούλιτ επέλεγε το δικό της επίθετο ως την εφηβεία του (Ντιλ).Έκανε τα πρώτα του βήματα στη Χάρλεμ και από εκεί πήρε μεταγραφή στη Φέγενορντ -της οποίας δηλώνει οπαδός μέχρι σήμερα. Έγινε έτσι συμπαίκτης του Κρόιφ, που έκλεισε εκεί τη δική του μεγάλη καριέρα, ενώ πολλά χρόνια αργότερα θα παντρευόταν την ανιψιά του. Πήρε ένα νταμπλ και τον τίτλο του καλύτερου παίκτη του πρωταθλήματος, είχε όμως προβλήματα με τον προπονητή της ομάδας, Τάις Λίμπρεχτς -πέρασε και από την Ελλάδα- που τον αποκαλούσε “μαυρούκο” και “τεμπελάκο” -χαϊδευτικά, όπως ισχυριζόταν αργότερα ο ίδιος.
Μπορεί η Ολλανδία να έχει τη φήμη μιας ανεκτικής κοινωνίας, αλλά ο ρατσισμός είναι υπαρκτό κι οξυμένο πρόβλημα, ιδίως στην Εθνική, όπου υπάρχει ο κλασικός διαχωρισμός ανάμεσα στους λευκούς και τους σκουρόχρωμους διεθνείς. Ο Γκούλιτ είναι ευαισθητοποιημένος σε αυτό το θέμα, έχει πάρει μέρος σε διάφορες δράσεις και πρωτοβουλίες, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως το 90′ είχε επιδιώξει να βρεθεί με το Μαντέλα, για να του αφιερώσει ένα από τα προσωπικά του βραβεία.
Οι παραπάνω λόγοι τον οδήγησαν στην Αϊντχόβεν, όπου πήρε άλλους δύο τίτλους, το βραβείο τη “χρυσή μπάλα” το 1987 και μαζί το διαβατήριο για τη μεταγραφή του στη Μίλαν του Μπερλουσκόνι. Εκεί συνέθεσε την περίφημη τριάδα των Ολλανδών, μαζί με το Βαν Μπάστεν και το Ράικαρντ -σε μια εποχή που κάθε ομάδα είχε δικαίωμα για τρεις ξένους στη σύνθεσή της. Μια τριπλέτα που έγραψε τη δική της ιστορία στους ροσονέρι και την οράνιε, παρά τα προβλήματα τραυματισμών που είχε, και τον έντονο ανταγωνισμό -πχ από τη Νάπολι του Μαραντόνα και την Ίντερ των τριών Γερμανών.
Την πρώτη κιόλας χρονιά του στη Μίλαν, η ομάδα γιόρτασε το πρώτο σκουντέτο μετά από εννιά χρόνια κι ενώ είχε γνωρίσει στο ενδιάμεσο και τον υποβιβασμό. Στη συνέχεια η ομάδα κατακτά δύο συνεχόμενες φορές το Κύπελλο Πρωταθλητριών -η τελευταία που το ‘χε καταφέρει μέχρι το πρόσφατο threpeat της Ρεάλ- με τον Γκούλιτ να έχει δύο γκολ στον τελικό του 89’ με τη Στεάουα και ενεργό συμμετοχή, παρά τους τραυματισμούς του.
Το καλοκαίρι του 93′ -μετά από ένα χαμένο τελικό Τσάμπιονς Λιγκ απέναντι στη Μαρσέιγ- φεύγει δανεικός στη Σαμπντόρια, όταν κατάλαβε πως ο Καπέλο προτιμά στη θέση του το Γάλλο Παπέν. Εκεί παίρνει ένα Κύπελλο Ιταλίας και σκοράρει απέναντι στους ροσονέρι. Η ειρωνεία όμως είναι πως παρά την απώλειά του, η Μίλαν κατακτά το Τσάμπιονς Λιγκ, όπως ακριβώς είχε κάνει η Αϊντχόβεν το 1988.
Την ίδια χρονιά (1988) ο Γκούλιτ είχε σηκώσει σαν αρχηγός της Εθνικής Ολλανδίας το μοναδικό τρόπαιο μιας λαμπερής βασίλισσας χωρίς στέμμα, στο EURO της Γερμανίας. Στον τελικό απέναντι στους Σοβιετικούς, άνοιξε με κεφαλιά το δρόμο προς τη νίκη, όλοι όμως θυμούνται το αεροπλανικό βολέ του Μάρκο Βαν Μπάστεν, που την σφράγισε. Από τους οράνιε αποχώρησε πρόωρα το 94′, γιατί δεν ταίριαζαν τα χνότα του με τον Άντβοκαατ.
Μετά τη Σαμπντόρια, επέστρεψε για λίγο στη Μίλαν, όπου αντιλαμβάνεται γρήγορα πως ο κύκλος του έχει κλείσει οριστικά κι έτσι φεύγει για την Αγγλία και την Τσέλσι, όπου αναλαμβάνει σύντομα ρόλο παίκτη-προπονητή και γίνεται ο πρώτος μη Βρετανός τεχνικός που κερδίζει το Κύπελλο Αγγλίας. Οι επόμενες προπονητικές του δουλειές στη Νιούκαστλ, την αγαπημένη του Φέγενορντ και τις ΗΠΑ, δε στέφονται με επιτυχία κι έτσι αποσύρεται νωρίς από τους πάγκους, για να γίνει τηλεσχολιαστής αγώνων.
Εκεί ειπώθηκε και η διάσημη ατάκα περί sexy football. Η αλήθεια πάντως είναι ότι είχε φροντίσει να το υπηρετήσει επαρκώς στο γήπεδο, ως ποδοσφαιριστής, και ας μην κατάφερε να του δώσει συνέχεια από τους πάγκους. Και πλέον βλέπει το ταλέντο του γιου του να πέφτει κάτω από τη δική του μηλιά, έστω και ως αμυντικός -τη θέση από την οποία ξεκίνησε ο ίδιος, πριν μετατεθεί στην εμπροσθοφυλακή.