«Σαν αμυντικός εγώ δεν… τον έπεφτα ποτέ. Δεν ήθελα να με κάνει ρεζίλι…»
Σαν σήμερα, στις 15 του Οκτώβρη 2003, ο Βασίλης Χατζηπαναγής ανακηρύχθηκε κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 χρόνων από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία
Η σχέση του Βασίλη Χατζηπαναγή με τη μπάλα και το ποδόσφαιρο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ερωτική. Ο τρόπος που συμπεριφερόταν στη «στρογγυλή θεά» ήταν μοναδικός κι αυτή σπάνια του χάλαγε χατίρι. Ο αγαπημένος όλων «Βάσια» ή «Νουρέγιεφ» του ελληνικού ποδοσφαίρου, έγραψε με χρυσά γράμματα τη δική του αθλητική – ποδοσφαιρική ιστορία.
Παιδί πολιτικών προσφύγων που κατέφυγαν μετά τον εμφύλιο στην Τασκένδη, πρωτεύουσα της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν, ο Βασίλης Χατζηπαναγής γεννήθηκε στις 26 του Οκτώβρη 1954. Στα 17 του χρόνια έπαιξε στη μεγάλη κατηγορία του Ουζμπεκιστάν. Σχεδόν αμέσως τον καλούν στην εθνική ομάδα των εφήβων και παίζει σε επίσημο αγώνα με τα χρώματα της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η συμμετοχή, λόγω των διεθνών κανονισμών που ίσχυαν τότε, θα του στερήσει στη συνέχεια το δικαίωμα να παίξει στην Εθνική Ελλάδας.
Το 1976 είναι ήδη καταξιωμένος ποδοσφαιριστής, όταν φτάνει στη Θεσσαλονίκη και εντάσσεται στο δυναμικό του Ηρακλή. Το ιδιόμορφο καθεστώς του ελληνικού ποδοσφαίρου («δωδεκαετίες», συμβόλαια που «αλυσόδεναν» το μέλλον των αθλητών κλπ) και η στενομυαλιά των παραγόντων, θα κρατήσουν «δεμένο» στη μακεδονική γη τον μεγάλο μπαλαδόρο και δεν θα του επιτρέψουν να «πετάξει» με μεταγραφή, σε κάποια μεγάλη ομάδα του εξωτερικού, που θα του άνοιγε την πόρτα στην παγκόσμια αναγνώριση και καταξίωση. Όμως ακόμα περισσότερο από αυτό, όπως κατ’ επανάληψη έχει πει ο ίδιος, θα του στοιχήσει που δεν θα μπορέσει να παίξει στην εθνική ομάδα της Ελλάδας:
«Το 1984 έπαιξα με τη Μικτή Κόσμου σε ένα παιχνίδι στη Νέα Υόρκη απέναντι στη Νιου Γιορκ Κόσμος. Είχα για συμπαίκτες τον Μπεκενμπάουερ, τον Κίγκαν, τον Μάριο Κέμπες. Ήταν τεράστια εμπειρία. Είναι να γελάς αν σκεφτείς πως σε καλούν στην Μικτή Κόσμου και δεν μπορείς να παίξεις στην Εθνική ομάδα της πατρίδας σου. Με ρωτούσαν οι συμπαίκτες μου γιατί δεν έπαιζα στην εθνική, τους εξήγησα την κατάσταση και τους φάνηκε πρωτάκουστο»…
Ο «Βάσια» όταν έπαιρνε τη μπάλα γινόταν φόβος και τρόμος για τους αντίπαλους αμυντικούς, ακόμα και στις προπονήσεις της ομάδας του, στο Καυταντζόγλειο. Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια (στο παρακάτω βίντεο) του συμπαίκτη του στον Ηρακλή Χρήστου Ζήφκα: «Σαν αμυντικός εγώ δεν… τον έπεφτα ποτέ. Δεν ήθελα να με κάνει ρεζίλι…Και πηγαίναμε [οι αμυντικοί] πίσω πίσω πίσω, ώσπου αναγκαζόταν να δώσει τη μπάλα ο Βασίλης»!
Στις 15 του Οκτώβρη 2003, ο Βασίλης Χατζηπαναγής κατέκτησε την πρώτη θέση στην ψηφοφορία που οργάνωσε, με κατεύθυνση της UEFA, η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, για την ανάδειξη του καλύτερου Έλληνα ποδοσφαιριστή των τελευταίων πενήντα χρόνων. Επικράτησε με μεγάλη διαφορά των Μίμη Δομάζου, Μίμη Παπαϊωάννου, Γιώργου Δεληκάρη, Γιώργου Κούδα και άλλων μεγάλων ονομάτων του ελληνικού ποδοσφαίρου που ακολούθησαν στις επόμενες θέσεις του σχετικού πίνακα κατάταξης.
«Ευχαριστώ τον κόσμο για την αγάπη του. Ευχαριστώ και τους συμπαίκτες μου γιατί αν δεν ήταν αυτοί δεν θα ήμουν αυτός που είμαι σήμερα. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν η σημαντικότερη στιγμή στην καριέρα μου. Στη θέση μου θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος, καθώς υπήρχαν και άλλοι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές», ήταν τα λόγια του Βάσια, που, μαζί με την ποδοσφαιρική του αξία εξηγούν γιατί ο Βασίλης Χατζηπαναγής κέρδισε τον σεβασμό, τον θαυμασμό και την εκτίμηση συμπαικτών και αντιπάλων και την αγάπη εκατομμυρίων φιλάθλων, ανεξαρτήτως συλλογικών προτιμήσεων. Ο «Νουρέγιεφ» εκτός από αμέτρητες στιγμές απαράμιλλης ποδοσφαιρικής ομορφιάς μέσα στο γήπεδο, πρόσφερε παράλληλα και συνεχίζει να προσφέρει ήθος, σεμνότητα και αξιοπρέπεια και έξω από αυτό.