Σαρούνας Γιασικεβίτσιους: Ο Μίδας του ευρωπαϊκού μπάσκετ
Ο Σάρας ήταν όνομα και πράγμα εντός γηπέδων, καθώς σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του από όλες σχεδόν τις ομάδες στην εδώ πλευρά του Ατλαντικού, κερδίζοντας απολύτως δικαιολογημένα το προσωνύμιο του Μίδα του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Ο Σάρας ήταν όνομα και πράγμα εντός γηπέδων, καθώς σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του από όλες σχεδόν τις ομάδες στην εδώ πλευρά του Ατλαντικού, κερδίζοντας απολύτως δικαιολογημένα το προσωνύμιο του Μίδα του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Γεννήθηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1976, αλλά διέπρεψε με τη Λιθουανία που δεν κράτησε σχεδόν τίποτα από το σοβιετικό της παρελθόν, πέρα από την αγάπη της για το μπάσκετ. Στη βιογραφία του διηγείται πως η πρώτη αμερικάνικη ταινία που είδε ποτέ ήταν το Rocky IV, και έμεινε με την απορία αν οι Αμερικανοί έβλεπαν όντως έτσι, σαν τέρατα, τους Σοβιετικούς. Την επόμενη δεκαετία θα είχε την ευκαιρία να το διαπιστώσει από κοντά, αφού έκανε τα πρώτα του μπασκετικά βήματα σε αμερικάνικο κολέγιο, αλλά -σαν άλλος Ιβάν Ντράγκο- δε στέριωσε ποτέ στις ΗΠΑ και τη “χώρα των ευκαιριών”, που σπατάλησε τις ευκαιρίες της να δει το αστείρευτο μπασκετικό ταλέντο του να ξετυλίγεται στο παρκέ.
Ο Σάρας δεν κατάφερε να γίνει ντραφτ και επέστρεψε στην πατρίδα του για τη Λιέτουβος Ρίτας. Πήρε μεταγραφή στην Ολύμπια Λιουμπλιάνας, με την οποία είχε μια τρομερή βραδιά, με 7/7 τρίποντα, εναντίον του Ολυμπιακού. Και έφτασε στο κορυφαίο επίπεδο, με τη μεταγραφή του στην Μπαρτσελόνα. Ερωτεύτηκε τη Βαρκελώνη κι έσπασε την κατάρα του συλλόγου, φτάνοντας στην κορυφή της Ευρώπης. Λίγους μήνες αργότερα, κατάφερε το ίδιο και με τους Λιθουανούς, στο Ευρωμπάσκετ του 2003, νικώντας στον τελικό την Ισπανία, προς τέρψη των Καταλανών οπαδών της ομάδας του.
Η τελευταία χρονιά του στην Μπαρτσελόνα σφραγίστηκε με τριπλέτα τίτλων, κι αυτή ήταν μόλις η πρώτη από τις τέσσερις συνολικά φορές που θα γευόταν την απόλυτη επιτυχία με το σύλλογό του. Έφτασε τις τρεις σερί τριπλέτες (ή τριπλ-κράουν, όπως μάθαμε να τις λέμε) τα επόμενα χρόνια με τη Μακάμπι Τελ Αβίβ, όπου ήταν ο μαέστρος μιας εκπληκτικής, θεαματικής ομάδας που δίδαξε το σύγχρονο μπάσκετ. Και έκλεισε το σερί των επιτυχιών, το 09′ με τον Παναθηναϊκό, στο Βερολίνο.
Η μεταγραφή του στους πράσινους ήταν εντυπωσιακή, αφού είχε γίνει μήλο της έριδος για τους δύο αιώνιους αντιπάλους. Στον Πειραιά τον ήθελε διακαώς ο Πίνι Γκέρσον -που ήταν ο προπονητής του στη Μακάμπι- αλλά ο Σάρας δε φόρεσε ποτέ την κόκκινη φανέλα και έβγαλε εκνευρισμένος ένα κασκόλ του Ολυμπιακού που του φόρεσε ένας οπαδός των ερυθρολεύκων, μπροστά στις κάμερες. Στον Παναθηναϊκό έγινε μέλος μιας πραγματικής ομάδας-όνειρο, μαζί με το Σπανούλη, το Διαμαντίδη, τον Μπατίστ και τον Πέκοβιτς, και έδωσε ρεσιτάλ στο Φάιναλ Φορ του 09′, που πέρασε στην ιστορία ως το καλύτερο και το πιο αμφίρροπο όλων των εποχών.
Ενδιάμεσα είχε περάσει από το ΝΒΑ, όπου έφτασε δύο φορές στα πλέι-οφ, με τους Γουόριορς και τους Πέισερς, αλλά ήταν φανερό πως οι μαγικές του δυνάμεις δεν είχαν την ίδια πέραση και δεν ταίριαζαν στο στιλ παιχνιδιού. Κι είναι κρίμα που δεν έπαιξε ποτέ για τους Σπερς του Πόποβιτς, την πιο ευρωπαϊκή ομάδα του ΝΒΑ, και τη μόνη που θα μπορούσε να τον εντάξει αρμονικά στους κόλπους της, αναδεικνύοντας το ταλέντο του.
Ο Μίδας του ευρωπαϊκού μπάσκετ είχε το απόλυτο, με οκτώ στα οκτώ, σε φάιναλ φορ, αλλά χάλασε το σερί του στην επιστροφή του στον Παναθηναϊκό το 2012 (κι αργότερα, όταν επέστρεψε στην Μπαρτσελόνα). Έμεινε στην ιστορία ως ένας θρύλος της Ευρωλίγκα κι έκλεισε την καριέρα του στη Ζαλγκίρις Κάουνας, όπου έγινε σύντομα προπονητής, συνεχίζοντας να αξιοποιεί την αξεπέραστη μπασκετική ευφυία του. Σήμερα φαίνεται ως το μεγαλύτερο προπονητικό ταλέντο και ως ο πιθανός τεχνικός του μέλλοντος για τη Μπαρτσελόνα -καθώς είναι ερωτευμένος με την πόλη- ή για τον Παναθηναϊκό -όπου είχε γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του και τη νυν σύζυγό του.
Λένε πως η μητέρα του στερήθηκε εξαιτίας της εγκυμοσύνης της στο Σάρας, τη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ με τη σοβιετική ομάδα του χάντμπολ, αλλά ο γιος της τους χόρτασε με το παραπάνω, αφού είχε τέσσερις συμμετοχές από το 00′ ως το 12′. Στο Σίδνεϊ, το 00′ μάλιστα, έφτασε μια ανάσα κι ένα τρίποντο μακριά από το να κάνει τη Λιθουανία την πρώη ομάδα που θα νικούσε τους διαδόχους της dream-team. Θα έπαιρνε, όμως, την εκδίκησή του στους αγώνες της Αθήνας, το 04′, όπου οι Λιθουανοί νίκησαν τους Αμερικάνου2ς, με το Σάρας να πετυχαίνει τους 12 από τους 13 τελευταίους πόντους της ομάδας του (οι ΗΠΑ θα έπαιρναν όμως με τη σειρά τους τη δική τους εκδίκηση, στο μικρό τελικό, παίρνοντας το χάλκινο μετάλλιο στο μικρό τελικό).
Η βιογραφία του στα ελληνικά έχει τίτλο “η νίκη δεν αρκεί”. Κι όσο κι αν ακούγεται παράξενο αυτό από τα χείλη ενός πραγματικού Μίδα, που πήρε τα πάντα, δείχνει τον τρόπο σκέψης του και αυτά που πρόσφερε μες στο γήπεδο. Και αυτά δεν εξαντλούνται σε μια σειρά ροζ φύλλων αγώνα και τροπαίων, αλλά στον εγκεφαλικό τρόπο παιχνιδιού του, τις αδιανόητες ασίστ που μοίραζε, και τον απόλυτο ευρωπαίο πλέι-μέικερ, που συνδύαζε ιδανικά οργάνωση και εκτέλεση (σκοράρισμα), ενώ στα μπασκετικά του γεράματα έμαθε να παίζει ακόμα και σκληρή άμυνα.
Ένας αληθινός προπονητής μες στο γήπεδο, που αυτή τη φορά δεν είχε πρόβλημα περνώντας στην άλλη όχθη (του προπονητή) και τα πρώτα δείγματα γραφής του με τη Ζάλγκιρις δείχνουν πως το μέλλον του ανήκει.