Σαρούνας Μαρτσουλιόνις: Ένας τίμιος “αντεπαναστάτης”
Αυτή και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις. Όπου αυτή μπορεί να εννοεί κανείς από την Αμερική, όπου κατέληξε, μέχρι την αντεπανάσταση, κατά την οποία έχασε το χαρακτηριστικό λεπτό μουστάκι του, που ήταν της μόδας στο σοσιαλιστικό κόσμο – θυμηθείτε πχ το Βαζέχα.
Αυτή και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις. Όπου αυτή μπορεί να εννοεί κανείς από την Αμερική, όπου κατέληξε, μέχρι την αντεπανάσταση, κατά την οποία έχασε το χαρακτηριστικό λεπτό μουστάκι του, που ήταν της μόδας στο σοσιαλιστικό κόσμο – θυμηθείτε πχ το Βαζέχα.
Ο Σαρούνας Μαρτσουλιόνις ήταν ένας μικρός μπασκετικός μάγος, που ερχόταν σχεδόν πάντα δεύτερος. Ήταν ο καλύτερος Σοβιετικός Λιθουανός παίκτης της γενιάς του, μετά το Σαμπόνις και κατά μία έννοια υπαρχηγός του. Ήταν από τα καλύτερα δυάρια (shooting guard) της Ευρώπης, μάλλον όμως μισό σκαλί κάτω από Γκάλη και Ντράζεν. Ήταν ίσως ο καλύτερος αριστερόχειρας στην Ευρώπη, αλλά μετά τον Τόνι Κούκοτς. Ήταν ο καλύτερος Σαρούνας μέχρι που βγήκε ο Γιασικεβίτσιους και του αμφισβήτησε τα πρωτεία -αν δεν του τα πήρε κιόλας. Δεν πήρε ποτέ κάποιον μεγάλο τίτλο του με την άσημα ομάδα του (Στατίμπα) στη Σοβιετική Ένωση.
Και το μόνο χρυσάφι που είδε ήταν με την Εθνική της ΕΣΣΔ στους Ολυμπιακούς της Σεούλ, αλλά μάζευε και κάμποσα αργυρά, όπως το σημαδιακό ’89 στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, ή ένα χρόνο πριν – όταν η επική ανατροπή απέναντι στους Γιουγκοσλάβους έμεινε χωρίς αντίκρυσμα στον τελικό του Μουντομπάσκετ της Ισπανίας απέναντι στις ΗΠΑ. Ενώ δεύτερος ήταν και με τη Λιθουανία, στο Ευρωμπάσκετ του 95′, στον τελικό όπου όλο το ΟΑΚΑ φώναζε ρυθμικά Λιέ-του-βα, ενάντια στους “ομόδοξους” Γιούγκους.
Έγινε από τους πρώτους Σοβιετικούς και Ευρωπαίους γενικότερα που πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και έπαιξε στο NBA. Εκεί δεν περιορίστηκε σε ρόλο κομπάρσου, αλλά είχε σπουδαίες χρονιές με διψήφιο μέσο όρο πόντων, στο Golden State, μετά από μια μικρή διαμάχη με την Atlanta, όπου έγινε μήλο της έριδος. Βγήκε δυο συνεχόμενες φορές καλύτερος έκτος παίχτης, αλλά υπέστη ένα βαρύ τραυματισμό, απ’ τον οποίο δεν μπόρεσε ποτέ να αναρρώσει πλήρως, και στις τελευταίες του χρονιές σε Sonics, Kings και Nuggets δεν είχε ιδιαίτερη εξέλιξη. Κατάφερε όμως να κλείσει διψήφιο μέσο όρο καριέρας σε πόντους, σε μια εποχή που η ψαλίδα με την Ευρώπη ήταν ακόμα πολύ μεγάλη. Και με αυτή την έννοια ήταν πρωτοπόρος κι ας τον συνηθίσαμε ως δεύτερο βιολί ή σε δευτεροκλασάτο ρόλο.
Δεν ήταν ακραιφνής αντεπαναστάτης σαν το Σαμπόνις, αλλά η Λιθουανία της εποχής δεν άφηνε άλλα λουλούδια ν’ ανθίσουν, και ας ήταν η μπασκετική βάση της τελευταίας καλής σοβιετικής ομάδας. Πριν από λίγο καιρό απασχόλησε την επικαιρότητα, γιατί εκλέχτηκε ευρωβουλευτής με το κόμμα μιας πράσινης αγροτικής ένωσης.
Παρόλα αυτά, επέλεξε τίμια να παραιτηθεί, γιατί, όπως ομολόγησε ειλικρινά, δεν είχε τις γνώσεις να αντεπεξέλθει στα νέα του καθήκοντα. Ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά: Γιατί τότε ήταν εξαρχής ως υποψήφιος; Και β. γιατί δεν πήγε μια τουλάχιστον φορά να δει το Ζαγοράκη και να αναθαρρήσει…;
Ναι αλλά…
…θα έχει να θυμάται αυτά