Σάββας Κωφίδης – Ένας επαναστάτης με αιτία
Παίκτης, προπονητής, μεταλλάς και (αναρχο)κομμουνιστής. Όλες οι ιδιότητές του είναι ξεχωριστές, κομμάτι αναπόσπαστο ενός ιδιαίτερου συνόλου, ενός ποδοσφαιρικού διαμαντιού που κοσμούσε το χώρο και μάλλον γι ‘ αυτό δεν άντεξε τη βρωμιά της σύγχρονης, επαγγελματικής εκδοχής του.
Υπάρχουν παραπάνω από ένας τρόποι, για να προσεγγίσει κανείς το Σάββα Κωφίδη και την πολυσχιδή προσωπικότητά του.
Το… “πρώτο γκεστάλτ” είναι να τον μάθει ως παίκτη. Ο Κωφίδης ήταν ένα μηχανάκι στη μεσαία γραμμή με δυνατότητα να παίζει σε αρκετές θέσεις. Έκανε τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα στη μεγάλη ομάδα του Ηρακλή, στο πλευρό του Βασίλη Χατζηπαναγή, με τον οποίο είχε ένα ακόμα κοινό, πέραν της μακριάς κώμης: γεννήθηκαν και οι δύο στη Σοβιετική Ένωση (ο Χατζηπαναγής στην Τασκένδη και ο Κωφίδης στο Αλμάτι).
Κατηφόρισε στον Πειραιά για τον Ολυμπιακό την περίοδο που ο Κοσκωτάς αγόραζε ό,τι κινείται, πετυχαίνοντας ωστόσο τα πέτρινα χρόνια της ομάδας. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη για τον Άρη, ενώ την ίδια περίοδο ήταν μέλος και της Εθνικής ομάδας, την πρώτη φορά που αυτή κατάφερε να προκριθεί σε τελική φάση Μουντιάλ – παρά τα άσχημα αποτελέσματά της στο USA 94′. Γύρισε για να κλείσει την καριέρα του στον αγαπημένο του Ηρακλή, στα 38 του χρόνια, έχοντας συνολικά σχεδόν 500 επαγγελματικές συμμετοχές, 37 γκολ κι ένα κύπελλο με τον Ολυμπιακό, το μοναδικό σπουδαίο τίτλο που κατέκτησε.
Το επόμενο κεφάλαιο της ζωής του ήταν ως προπονητής. Με τη δική του (τεχνική) καθοδήγηση, ο Ηρακλής έφτασε στην τέταρτη θέση, παίζοντας σπουδαίο ποδόσφαιρο, σε μια χρονιά όπου όλες οι ομάδες του ΠΟΚ έφυγαν με σκυμμένο κεφάλι απ’ το Καυταντζόγλειο, ενώ ο Κωφίδης κέρδιζε τις εντυπώσεις με το ήθος, το χαμηλό προφίλ, την ηρεμία του και την ποιότητα των δηλώσεών του. Πέρασε στη συνέχεια από διάφορους σταθμούς χωρίς να μπορεί να στεριώσει κάπου (ούτε καν στον ίδιο τον Ηρακλή όταν επέστρεψε), ενώ η τελευταία είδηση γύρω απ’ το όνομά του ήταν η αποχώρησή του από τις ακαδημίες του Άρη, λόγω διαφοράς φιλοσοφίας με τον υπεύθυνο – όπως ανέφερε το ρεπορτάζ. Δε γνωρίζουμε σε τι ακριβώς συνίστατο η διαφορά, αλλά για τον Κωφίδη η βάση μπορεί να ήταν ίσως ο διαλεκτικός υλισμός, αν και διαβάζει επίσης Νίτσε, Σοπενάουερ κ.ά…
Μπορεί επίσης να τον προσεγγίσει κανείς ως φυσιογνωμία συνολικά κι ειδικότερα ως μεταλλά. Σε μια συνέντευξή του λέει πως έχει πάνω από δύο χιλιάδες βινύλια και άλλα τόσα CDs, ότι προτιμά τους Metallica, Dream Theater και Queensryche και πως όταν ήταν προπονητής στον Ηρακλή, οι παίκτες έβγαιναν στον αγωνιστικό χώρο του Καυτατζογλείου, ενώ στα μεγάφωνα έπαιζε το Victory is mine των VIRGIN STEELE και το In Union We Stand των OVERKILL…
Μπορεί αυτό να παραξενεύει όσους σκέφτονται την κλισέ εικόνα με τους μεταλλάδες που χτυπιούνται, σε -φαινομενική μόνο- αντίθεση με το ήρεμο, μειλίχιο στιλ του Κωφίδη, που ακούει πάντως και κλασική μουσική, έχοντας ολοκληρωμένη μουσική καλλιέργεια. Πολύ πρόσφατα μάλιστα ήταν guest dj σε ένα μέταλ πάρτι της ΚΝΕ στη Θεσσαλονίκη – και αυτή είναι η καλύτερη πάσα για την τελευταία και πιο σημαντική ίσως ιδιότητά του, την πολιτική.
Συμμετείχε στην ομάδα Hasta la Victoria Siempre και τους φιλικούς αγώνες που έδινε για κινηματικούς σκοπούς -όπως η καμπάνια “Ένα καράβι για τη Γάζα”. Έδωσε το “παρών” στην Υπατία, στον αγώνα των μεταναστών απεργών πείνας που ζητούσαν άσυλο. Συμμετέχει σε διάφορες εκδηλώσεις, όπως του Che Guevara Club (των φίλων του Πανσερραϊκού) για τη βία στα γήπεδα ή του ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη. Κι ήταν από τους πρώτους που σήκωνε τις μπάρες στα διόδια, αρνούμενος να πληρώσει το χαράτσι στις εταιρίες.
Με άλλα λόγια αποδείκνυε στην πράξη, πως τα δικά του λόγια δεν έμεναν χωρίς πράξη.
Πχ όταν έλεγε σε αθλητικό ραδιόφωνο ότι μπορούμε να ζήσουμε χωρίς εξουσία, σε μια κοινωνία χωρίς τάξεις:
Δεν με πείθει καθόλου αυτή η νομοθετική εξουσία, οι νόμοι του καπιταλιστικού συστήματος. Μόνο όσον αφορά το να δημιουργήσουμε εντυπώσεις ή να καλύψουμε συμφέροντα. Δεν πιστεύω στους νόμους. Γράφονται από τον οποιοδήποτε. Πιστεύω σε αυτό που νιώθω εγώ ότι είναι άδικο. Δεν χρειάζεται να βγάλεις πανεπιστήμιο για να το καταλάβεις. Οι νόμοι φτιάχνονται για να δημιουργούν διάφορους δρόμους. Είναι μέρος του καπιταλιστικού συστήματος. Οι νόμοι βγήκαν για να εξουσιάζουν τον άνθρωπο. Κι αυτό χρησιμοποιούν και οι δικαστές και το κράτος.
Ή όταν σημείωνε στον “Εξαρχειώτη” ως μεγαλύτερο έπαθλο στη ζωή του ότι νίκησε το τέρας του φασισμού και του κράτους.
Τα πλούτη η δόξα και οι ηδονές – πάθη που συνάντησα πολύ νωρίς, στα χρόνια της νιότης μου, προσπάθησαν να κυριεύσουν τη ζωή μου και να σκοτώσουν τις ιδέες μου, μα δεν τα κατάφεραν… Όταν στη μάχη με τα τέρατα του κρατικού μηχανισμού, με τα τέρατα του φασισμού βγήκα νικητής, δεν έγινα ο ίδιος τέρας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη μου.
Ή όταν διέψευδε κατηγορηματικά τα σενάρια που τον ήθελαν να κατεβαίνει υποψήφιος με το ΣΥΡΙΖΑ -άλλο που δε θα ήθελαν οι Συριζαίοι- λέγοντας πως η σχέση του με το ΚΚΕ παραμένει αδιάρρηκτη.
«Τις τελευταίες μέρες, δημοσιεύματα των έντυπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ, με εμφανίζουν να έχω διαρρήξει τις σχέσεις μου ‘με τον Περισσό’, να έχω ‘προσεγγίσει τον ΣΥΡΙΖΑ’ και να μετέχω ως υποψήφιος μαζί του στις ευρωεκλογές. Αυτά τα δημοσιεύματα δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η σχέση μου με το ΚΚΕ ήταν και παραμένει αδιάρρηκτη».
Ή όταν στεκόταν με σεβασμό στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και μιλούσε στη δήλωσή του για τους επαναστατικούς αγώνες που πρέπει το Κόμμα να συνεχίσει σήμερα.
«Στέκομαι με περίσσιο σεβασμό μπροστά στην Ιστορία των 100 χρόνων του ΚΚΕ. Δεν είναι όμως η ποσότητα σημαντικός λόγος για θριαμβολογίες, αλλά είναι εκείνα τα ονειρεμένα χρόνια των αληθινών επαναστατικών αγώνων που μας αναγκάζουν να σταθούμε με σεβασμό και να τιμήσουμε το ανώνυμο αίμα που χύθηκε στην πάλη ενάντια στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού, στην κοινωνική αδικία, στην καταπίεση και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Είναι σοβαρός λόγος για θύμηση, στοχασμό και ευθύνη του σημερινού ΚΚΕ για συνέχιση της επαναστατικότητας των ένδοξων εκείνων χρόνων!».
Κι αυτά είναι απλώς ενδεικτικά για τη συγκρότηση ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου, ενός επαναστάτη με αιτία…
Όλες οι ιδιότητες του Σάββα Κωφίδη είναι ξεχωριστές, κομμάτι αναπόσπαστο ενός ιδιαίτερου συνόλου, ενός ποδοσφαιρικού διαμαντιού που κοσμούσε το χώρο και μάλλον γι ‘ αυτό δεν άντεξε τη βρωμιά της σύγχρονης, επαγγελματικής εκδοχής του.