Σκότι Πίπεν – Ένας Ινδιάνος στη σκιά του Τζόρνταν
Η καριέρα του Σκότι Πίπεν αξίζει ένα μπασκετικό Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου, αν και η δική του πορεία είναι αυτή ενός απόλυτου πρωταγωνιστή.
Λένε πως πίσω από κάθε μεγάλο άνδρα-προσωπικότητα πρέπει να ψάξεις να βρεις τη γυναίκα που βρίσκεται πίσω του και τον στηρίζει. Στον αθλητισμό ισχύει μάλλον κάτι άλλο. Πίσω από κάθε μεγάλο παίκτη στα ομαδικά αθλήματα, υπάρχει τουλάχιστον ένας μεγάλος συμπαίκτης που τον βοηθά να αναδειχθεί. Κι αυτή είναι η περίπτωση του Σκότι Πίπεν, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1965.
Ο “Ινδιάνος”, με τη χαρακτηριστική πλακουτσωτή μύτη, είναι καταδικασμένος να τον αναφέρουν διαρκώς μαζί με τον Τζόρνταν. Αλλά αυτό ισχύει πολλές φορές κι αντιστρόφως. Κανείς δεν ξέρει τι θα είχε πετύχει ο Air Michael χωρίς τον Πίπεν, και η αλήθεια είναι πως άργησε πολύ να πάρει το πρώτο δαχτυλίδι του, μόλις στς 28 του, ακριβώς γιατί δεν είχε φτάξει μέχρι τότε μια ανταγωνιστική ομάδα και το αχτύπητο δίδυμο με το διόσκουρό του.
Τίποτα δεν προδίκαζε πάντως την πορεία που θα ακολουθούσε ο Πίπεν, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα στο μπάσκετ και δυσκολευόταν να βρει χώρο στις σχολικές ομάδες. Για παράδειγμα έπαιζε μπάσκετ σε ένα κολέγιο της τρίτης και χαμηλότερης κατηγορίας του NCAA, εξαιτίας και του ύψους που (δεν) είχε τότε. Την τελευταία χρονιά του όμως είχε φτάσει τα 2 μέτρα, με εντυπωσιακούς μέσους όρους, κερδίζοντας το ενδιαφέρον και την εμπιστοσύνη των Σικάγο Μπουλς που τον πήραν στα ντραφτ με ανταλλαγή από τους Σιάτλ Σουπερσόνικς και έφτιαχναν τη βάση της ομάδας που θα έγραφε ιστορία τα επόμενα χρόνια.
Ακόμα και εκεί βέβαια, δε βρήκε με την πρώτη τη δική του Ιθάκη. Ερχόταν συνήθως ως αναπληρωματικός από τον πάγκο, πίσω από παίκτες όπως ο Τσαρλς Όκλεϊ και ο Μπραντ Σέλερς -που πέρασε αργότερα και από τον Άρη. Βελτιωνόταν όμως κάθε χρόνο θεαματικά και το 90′ πήρε την πρόσκληση για την πρώτη συμμετοχή του σε All Star Game. Το 92′ ήταν δικαιωματικά μέλος της Ντριμ-Τιμ που έλαμψε και έκλεψε την παράσταση στη Βαρκελώνη -όπου είχαν την ιδέα με τον Τζόρνταν να σβήσουν το μετέπειτα συμπαίκτη τους στο Σικάγο, Τόνι Κούκοτς, με overplay άμυνα, για να του δώσουνε ένα μικρό μάθημα τι εστί ΝΒΑ.
Από το 91′ ξεκινούσε η δυναστεία των Σικάγο Μπουλς με το σερί των πρώτων τριών τίτλων και τον Πίπεν άξιο συμπαραστάτη του Τζόρνταν, που εξακολουθούσε να οργιάζει σε ατομικό επίπεδο, αλλά μάθαινε πως πρέπει να λειτουργεί ομαδικά. Οι Μπουλς νίκησαν διαδοχικά στους τελικούς τους Λέικερς του Μάτζικ, τους Μπλέιζερς του Ντρέξλερ και τους Σανς του Τσαρλς Μπάρκλεϊ, ίσως στην καλύτερη σειρά τελικών του ΝΒΑ, με πέντε σπασίματα έδρας. Ιστορικές έμειναν κι οι αναμετρήσεις των “ταύρων” με τα “κακά παιδιά” του Ντιτρόιτ στην Ανατολή κι αργότερα με τους Νικς του Πατ Ράιλι και του Πατ Γιούινγκ, που -όπως και οι Πίστονς- είχαν ως χαρακτηριστικό τους τη σκληρή άμυνα.
Το 93′ ο Τζόρνταν αποχωρεί πρόωρα (και προσωρινά) μετά τη δολοφονία του πατέρα του, για να επιστρέψει στα γήπεδα και το Σικάγο ενάμιση χρόνο αργότερα. Στο ενδιάμεσο ο Πίπεν γίνεται ο ηγέτης της ομάδας, την κρατά σε υψηλό ανταγωνιστικό επίπεδο, αλλά δεν μπορεί να την οδηγήσει σε κάποιο τίτλο. Με την επιστροφή του MJ, που έθεσε ως απαράβατο όρο την παραμονή του Σκότι, και με την προσθήκη του Ντένις Ρόντμαν, οι Μπουλς φτιάχνουν ένα ακαταμάχητο σύνολο, που παίρνει άλλους τρεις σερί τίτλους, από το 96′ ως το 98′ εναντίον του Σιάτλ και δύο φορές επί των Γιούτα Τζαζ, των Μαλόουν-Στόκτον.
Αυτοί οι Μπουλς σημειώνουν μάλιστα το καλύτερο ρεκόρ (τότε) στην ιστορία του ΝΒΑ, με 72 νίκες και μόλις 10 ήττες, για να τους το πάρουν αργότερα οι σύγχρονοι Γουόριορς -που δεν το συνόδευσαν όμως και με την κατάκτηση του τίτλου. Άνοιξε έτσι μια ατέρμονη συζήτηση για το αν το σημερινό Γκόλντεν Στέιτ είναι καλύτερη ομάδα από εκείνους τους Μπουλς και αν ο Λεμπρόν μπορεί να σταθεί δίπλα στον Τζόρνταν -στην οποία συμμετέχει συχνά-πυκνά με παρεμβάσεις του και ο ίδιος ο Πίπεν.
Το τέλος αυτού του κύκλου, με τη δεύτερη -αλλά όχι τελευταία- αποχώρηση του Τζόρνταν από την ενεργό δράση, σημαίνει αλλαγή παραστάσεων και για τον Πίπεν, που πηγαίνει στους Ρόκετς στα 33 του και φτιάχνει μια σπουδαία “γεροντο-τριάδα” με τους Ολάζουγιον και Μπάρκλεϊ, που δεν μπορεί όμως να κάνει τη διαφορά. Μετακινείται στο Πόρτλαντ για λίγα χρόνια, και στα 39 του επιστρέφει στο Σικάγο για να ρίξει τους τίτλους τέλους στην καριέρα του.
Μια καριέρα που θα άξιζε να βραβευτεί με ένα μπασκετικό Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου. Και θα αφήσει πάντα το ερωτηματικό τι θα μπορούσε να καταφέρει μόνος του ως πρωταγωνιστής -αλλά και τι θα γινόταν ο Τζόρνταν χωρίς το αδερφικό του στήριγμα…