SLO-Veni – Vidi – Vici
Ωδή στους πρωταθλητές Ευρώπης, το μπάσκετ που έπαιξαν και το Γιουγκοσλαβικό τελικό, που έβγαλε μπόλικη νοσταλγία και το μεγάλο ερώτημα “τι θα γινόταν αν…”
Η πρώτη φορά της Σλοβενίας ήταν γλυκιά κι ευχάριστη. Όχι μόνο για μια χώρα δύο εκατομμυρίων που δεν έχει καν το μισό πληθυσμό της Αθήνας. Αλλά και για το κοινό που είδε το φαντεζί παιχνίδι των Σλοβένων σαν την μπασκετική όαση μιας φτωχής κι άνυδρης διοργάνωσης, που τα έκανε μούσκεμα σε διάφορους τομείς.
Η παράσταση των νέων πρωταθλητών είχε κάτι από την ταχύτητα και τη μαγεία των Γουόριορς ή τη φρεσκάδα της Ζαλγκίρις του 99′, για να το φέρουμε στα ευρωπαϊκά δεδομένα. 90 πόντους μέσο όρο στην επίθεση, με εξοντωτικό ρυθμό και δύναμη κρούσης την περιφέρεια με το μακρινό σουτ -με τους Ισπανούς είχαν δέκα τρίποντα στο πρώτο ημίχρονο!
Το δίδυμο Ντράγκιτς-Ντόνσιτς ήταν ασυναγώνιστο, το καλύτερο της διοργάνωσης μετά το Ιωάννου-Χατζηγεωργίου.
Ο Ντράγκιτς έκανε ασύλληπτη εμφάνιση στον τελικό, θυμίζοντας Γκάλη του 87′ στην Αθήνα και Τζόρτζεβιτς του 95′ -που χτες καθόταν στον αντίπαλο πάγκο- στην ίδια πόλη, λίγο πιο δυτικά από την Πόλη. Ο Ντόνσιτς συστήθηκε στο κοινό (γεια σας, είμαι ο νέος Κούκοτς) και σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Όπου διάλεξε τη Σλοβενία αντί της Ισπανίας και της Σερβίας, και κάποιοι έλεγαν πως έκανε μεγάλο λάθος, μέχρι που τις νίκησε, με αυτήν ακριβώς τη σειρά, στο δρόμο προς το χρυσό μετάλλιο.
Χτες τραυματίστηκε στο τρίτο δεκάλεπτο κι επέστρεψε στο τέλος, κουτσαίνοντας, αλλά θριαμβευτής, στα χέρια των συμπαικτών του, που έφτιαξαν έναν ανθρώπινο θρόνο για τον επόμενο βασιλιά του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ο οποίος είναι ακόμα παιδί και στον ελεύθερό χρόνο του διαβάζει Λούκι-Λουκ και βλέπει “Φιλαράκια”. Αλλά δεν ξέρουμε αν βλέπει επίσης Σλούκι-Λουκ και Βαγγέλη Ιωάννου για να διώχνει την ένταση της μέρας.
Τη νίκη όμως την πήρε η ομάδα κι οι αναπληρωματικοί της που κράτησαν στα δύσκολα, στην πίεση των Σέρβων, όταν βγήκε έξω ο Ντόνσιτς και έμεινε από δυνάμεις ο Ντράγκιτς. Κομπάρσοι πολυτελείας σαν τον Πρέπελιτς, που βομβάρδιζε σαν Πρέλεβιτς από τη γραμμή του τριπόντου, τον αντιτουριστικό Βίντμαρ, το Μούριτς και τους άλλους που έγιναν πρώτες μούριτς, σε μια βραδιά.
Η Σερβία είχε μισή ντουζίνα πρωτοκλασάτους απόντες κι έφτασε χωρίς αυτούς στη βρύση, αλλά δεν ήπιε νερό, ακριβώς όταν έδειχνε να ελέγχει το παιχνίδι και να το φέρνει στα μέτρα της. Σκόνταψε για άλλη μια φορά στο τελευταίο εμπόδιο, φτιάχνοντας έναν κύκλο χαμένων τελικών σε όλες τις διοργανώσεις (Ολυμπιακούς, Παγκόσμιο και Ευρωμπάσκετ), που αρχίζουν να τη στοιχειώνουν -όπως στοιχειώνει το τελευταίο χρυσό της Ιντιανάπολης. Ο απών Τεόντοσιτς μπορεί να έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης, γιατί αν τα κατάφερναν οι Σέρβοι χωρίς αυτόν, θα του κολλούσε τη ρετσινιά του γκαντεμόσαυρου. Κι ο Τζόρτζεβιτς είδε να αντέχει τελικά το ιστορικό ρεκόρ του 95′, με τους 41 πόντους του στον τελικό επί της Λιέ-του-βα, Λιέ-του-βα, αλλά απέτυχε να γίνει ο πρώτος που θα κατάφερνε -μετά τον Παναγιώτη Γιαννάκη- να κατακτήσει Ευρωμπάσκετ ως παίκτης κι ως προπονητής.
Η τριάδα των μεταλλίων έκλεισε με τους Ισπανούς, στο κύκνειο άσμα της χρυσής φουρνιάς του 80′, με το Ναβάρο να αποχωρεί και να αποθεώνεται από τους συμπαίκτες του, που τον πέταξαν στον ουρανό της Πόλης. Μπορεί να τον ακολουθήσει κι ο Πάου Γκασόλ, που στο επόμενο Ευρωμπάσκετ θα είναι 41 χρονών, αλλά πρόλαβε να γίνει σε αυτό -λογικά το τελευταίο του- πρώτος σκόρερ στην ιστορία της διοργάνωσης. Δεν έχει ανακοινώσει όμως ότι αποχωρεί κι ίσως περιμένει να δει τι αντοχές θα έχει το καλοκαίρι του 19′ για το Μουντομπάσκετ.
Ο Γκασόλ ήταν ο μοναδικός ψηλός στην καλύτερη πεντάδα του Ευρωμπάσκετ, που ήταν η διοργάνωση των γκαρντ, με Ντράγκιτς, Ντόνσιτς, Σβεντ, Μπογκντάνοβιτς, να κλέβουν την παράσταση. Ίσως να έπρεπε να χωρέσει κάπου κι ο Λετονός Πορζίνγκις, αλλά οι διοργανωτές προτίμησαν παίκτες από τις ομάδες που έφτασαν στα ημιτελικά και δεν είχαν πάρει το αεροπλάνο της επιστροφής.
Η τετράδα έκλεισε με τη Ρωσία να μένει εκτός μεταλλίων, αλλά να επιστρέφει δυναμικά στο κορυφαίο επίπεδο. Και με την Ελλάδα να σκέφτεται ότι θα μπορούσε να είναι στη θέση της και να πιάσει καλύτερα ψάρια, ακόμα κι αν είχε αντίπαλο την αήττητη Σλοβενία στον τελικό -που την είχε κοντράρει στη φάση των ομίλων.
Όσο για το Γιουγκοσλαβικό εμφύλιο, ήταν το ιδανικό φινάλε στη διοργάνωση, κι ας μην είχε την ένταση και το ξύλο που θα έβγαζε ίσως ένα Κροατία-Σερβία, σε αυτό το επίπεδο. Έδωσε πάντως την αφορμή για μπόλικη νοσταλγία της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και την αναπόφευκτη σκέψη τι φόβητρο θα ήταν στις μέρες μας μια εθνική που θα είχε στις τάξεις της: τον Τεόντοσιτς, τους δύο Μπογκντάνοβιτς, τους δύο Ντράγκιτς, το Ντόνσιτς, το Σάριτς και το Χεζόνια, το Μπιέλιτσα, το Γιόκιτς και το Μαριάνοβιτς, το Μάτσβαν και το Ραντούλιτσα ή ακόμα το Ντούμπλιεβιτς και το μόνιμα τραυματία Πέκοβιτς, από το Μαυροβούνιο. Μια ομάδα-όνειρο γεμάτη -ιτς…