Σλόμπονταν Σούμποτις – Ο Σλοβένος Λευτέρης απ’ την Κοκκινιά
Ο Σλοβένος Πίξι με την βοσνιακή υπηκοότητα και τις ρίζες από την Κοκκινιά έγινε “δικός” μας και δε χρειαζόταν καμία ελληνοποίηση για να το πιστοποιήσει αυτό
Η γιαγιά του ήταν Μικρασιάτισσα, πρόσφυγας που βρέθηκε στην Κοκκινιά. Η μητέρα του μεγάλωσε εκεί αλλά έφυγε για την Κροατία πριν από τον πόλεμο. Ο ίδιος γεννήθηκε στο Μαυροβούνιο, έπαιξε στις μικρές εθνικές ομάδες της Γιουγκοσλαβίας αλλά τελικά πολιτογραφήθηκε Σλοβένος, έχοντας παράλληλα και βοσνιακή υπηκοότητα. Έζησε όμως τη μισή του ζωή στην Ελλάδα, ενώ η κόρη του θυμάται με αγάπη τη Θεσσαλονίκη, ως “η πόλη που γεννήθηκα”.
Και αυτό είναι το μπλεγμένο κουβάρι της ζωής του Λευτέρη Σούμποτιτς, που άρχισε να ξετυλίγεται το Δεκαπενταύγουστο του 1956, στην ενιαία Γιουγκοσλαβία. Ως γνήσιο τέκνο της μεγάλης των πλάβι σχολή, ξεχώρισε από νωρίς για την έφεση στο σκοράρισμα και το μακρινό του σουτ και έγινε ένα σύγχρονο -για την εποχή του- υψηλόσωμο τριάρι -small forward.
Έκανε τα πρώτα του βήματα στην Ολίμπια Λιουμπλιάνας, όπου έμεινε 20 χρόνια, μαζί με τα παιδικά και τα εφηβικά τμήματα, και ήταν ένας από τους κορυφαίους σκόρερ του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος -ίσως το καλύτερο της Ευρώπης εκείνη την εποχή. Δεν μπόρεσε όμως να βρει σταθερή θέση στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας, που ήταν πνιγμένη στο ταλέντο.
Στα 30 του χρόνια, θέλησε να κάνει ένα βήμα παραπάνω και οι ρίζες του έπαιξαν ρόλο για να διαλέξει τη Θεσσαλονίκη και τον Άρη, όπου και έκλεισε την καριέρα του επτά χρόνια αργότερα. Εκεί βρήκε το τρομερό δίδυμο Γκάλη-Γιαννάκη και έγινε ιδανικό συμπλήρωμά τους στην περιφέρεια, με το αξιόπιστο σουτ του από τα 6.25. Έζησε το απόγειο της κίτρινης αυτοκρατορίας, παίρνοντας 5 πρωταθλήματα, ισάριθμα Κύπελλα και ένα Κυπελλούχων στο τέλος της καριέρα του, στον επεισοδιακό τελικό του Τορίνο με την Εφές Πίλσεν.
Ο ίδιος όμως δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής σε εκείνο τον τελικό, αφού καταλάμβανε τυπικά θέση ξένου παίκτη. Η ειρωνεία είναι πως τότε άρχιζε η φάμπρικα των ελληνοποιήσεων, όπου βαφτίστηκαν Έλληνες διάφοροι Γιούγκοι συμπατριώτες του, που δεν είχαν την παραμικρή σχέση, αλλά έπαιζαν νόμιμα ως… συμπατριώτες μας.
Πριν ανοίξει το επόμενο κεφάλαιο της καριέρας του, συμμετείχε στην “Χρυσή Κάρτα”, ένα τηλεπαιχνίδι που παρουσίαζε παλιότερα και ο Σπύρος Παπαδόπουλος, το οποίο συμπεριλάμβανε και μπασκέτα (!) και αρκετές καλτ στιγμές, δείχνοντας πόσο είχε εξαπλωθεί η αγάπη για το μπάσκετ που έφτασε να θεωρείται και εθνικό μας άθλημα!
Ο πρώτος σταθμός του στην προπονητική ήταν ο Ηρακλής, που έπαιξε πολύ καλό μπάσκετ, με δίδυμο Ζντοβτς και Μπέρι, εκτοπίζοντας τους συμπολίτες του και φτάνοντας στην τρίτη θέση και το εισιτήριο για την Ευρωλίγκα. Συνέχισε στην ΑΕΚ, για να επιστρέψει στον Άρη, όπου πήρε ένα ακόμα ευρωπαϊκό το ’97, μες στην Προύσα. Η γεύση στο τέλος ήταν όμως γλυκόπικρη, γιατί η ομάδα έχασε την τρίτη θέση μέσα από τα χέρια της και οι οπαδοί θεώρησαν πως ο Σούμποτιτς έστησε το ματς, για να ευνοηθεί ο Παναθηναϊκός, που ήταν η επόμενη ομάδα. Το γυαλί στη σχέση τους ράγισε και οι οπαδοί δεν του το συγχώρεσαν ποτέ, ακόμα και όταν επέστρεψε στην ομάδα, μετά από 15 περίπου χρόνια.
Ο Σούμποτιτς βοήθησε τον ΠΑΟ να επιστρέψει στην κορυφή, σπάζοντας μια ξηρασία 14 χρόνων, με δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα -το δεύτερο μάλιστα με μειονέκτημα έδρας, μες στο ΣΕΦ. Παρέδωσε την ομάδα ως πρωταθλήτρια στον Ομπράντοβιτς -για την πιο χρυσή της περίοδο- και ήταν αυτός που κατάφερε να σπάσει το σερί της κυριαρχίας της, ως προπονητής του Ολυμπιακού.
Το 2002 πήρε με τους ερυθρόλευκους το Κύπελλο και το αφιέρωσε στην παλιά Κοκκινιά, από όπου κρατούσαν οι ρίζες του. Απέκλεισε τον Παναθηναϊκό στους ημιτελικούς της Α1 κι έφτασε στη βρύση χωρίς να πιει τελικά νερό και το νέκταρ της επιτυχίας στους τελικούς με την ΑΕΚ, που έκανε τη μεγάλη ανατροπή, ενώ έχανε 2-0. Και παραλίγο να στερήσει από τον ΠΑΟ το έπος της Μπολόνια, σε έναν περίεργο, σχεδόν αμιγώς ελληνικό προκριματικό όμιλο, όπου ο Ολυμπιακός είχε στα χέρια του την πρόκριση, εις βάρος του ΠΑΟ, αλλά έκανε μια απρόσμενη εντός έδρας ήττα από την Ολίμπια Λιουμπλιάνας, την πρώτη ομάδα του Πιξι, και έμεινε εκτός Φάιναλ Φορ…
Ο Σούμποτιτς κατάφερε κάτι μοναδικό: να συνεργαστεί με όλες τις παραδοσιακές δυνάμεις της Α1. Τους τρεις μεγάλους Θεσσαλονίκης και Αθήνας, αλλά και τον Πανιώνιο. Ακολούθησαν ως επί το πλείστον άλλες περιπλανήσεις εκτός Ελλάδας, από την Εθνική Σλοβενίας -προτού φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης- μέχρι τον Λίβανο. Ενώ ο γιος του έπεσε κάτω από τη μηλιά και ακολουθεί από τώρα τα δικά του χνάρια στην προπονητική.
Ο ίδιος βαδίζει πλέον στην έβδομη δεκαετία της ζωής του, αλλά δηλώνει ακόμα νέος και πάντα Αρειανός, έχοντας μάλιστα και μια βάρκα με το όνομα της αγαπημένης του ομάδας…