Σοφοκλής Σχορτσανίτης: Ο Οβελίξ του ελληνικού μπάσκετ
Ο Σοφοκλής ήταν σα να είχε πέσει στη χύτρα με το μαγικό ζωμό, όταν ήταν μικρός, αλλά έκανε τα πάντα για να σπαταλήσει το χάρισμα που είχε.
Αν υπήρχε τίτλος για το μεγαλύτερο μπασκετικό ταλέντο που χαραμίστηκε, ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης θα ήταν ακλόνητο φαβορί. Μεγαλύτερο κι από το Χριστοδούλου, γιατί ο Φάνης έκανε πολλά πράγματα στο χωριό, αλλά δε δοκίμασε ποτέ στην πόλη ή στο ΝΒΑ για κάτι παραπάνω. Ενώ ο Σοφοκλής μας άφησε με την απορία τι θα μπορούσε να κάνει, ακόμα και στην Ελλάδα, αν είχε δαμάσει τον εαυτό του και την ανίκητη αγάπη του για το φαγητό.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1985 στο Τίκο του Καμερούν από ντόπια μητέρα και Έλληνα πατέρα. Μεγάλωσε στην Καβάλα και πρωτόπαιξε μπάσκετ στον τοπικό Ηρακλή, για να πάρει μεταγραφή στη Θεσσαλονίκη και το γνωστό Ηρακλή και να κάνει ντεμπούτο ως βασικός στην Α1 σε ηλικία 15 ετών. Οι δικοί του άθλοι όμως ήταν περισσότερο εξωαγωνιστικοί, γεννώντας θρυλικές αφηγήσεις στα όρια της μυθολογίας, για τις εξορμήσεις του σε γυράδικα και φαγάδικα.
Τα πρώτα χρόνια, η αξία του ανέβαινε παράλληλα με το δείκτη της ζυγαριάς, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Πήγε στον Άρη, με ενδιάμεσο σταθμό την Καντού κι από εκεί στον Ολυμπιακό. Ήταν πραγματικός οδοστρωτήρας, αλλά το βασικό του πλεονέκτημα δεν ήταν το φοβερό εκτόπισμα και η μυική του δύναμη, αλλά το πακέτο με τις πλαστικές κινήσεις, την ευελιξία και την μπασκετική ευφυία, για τη θέση που έπαιζε. Έδωσε την καλύτερη παράστασή του στο θρίαμβο της Εθνικής στη Σαϊτάμα, κάνοντας ό,τι ήθελε τους ψηλούς των ΗΠΑ, κι έμοιαζε έτοιμος να κατακτήσει το ΝΒΑ, αποκτώντας το παρατσούκλι “Baby Shaq” -αλλά στο πιο γρήγορο και τεχνικό. Ο κόσμος του ανήκε, και αυτός έκανε τα πάντα για να αδικήσει τον εαυτό του.
Στον Ολυμπιακό δεν έπαιξε ουσιαστικά πολύ μπάσκετ. Έχοντας ξεπεράσει κατά πολύ τα 150 κιλά, του επιβλήθηκε διακοπή συμβολαίου κι υποχρεώθηκε να ακολουθήσει πρόγραμμα σε κλινική αδυνατίσματος στην Ελβετία. Γύρισε στις αγωνιστικές υποχρεώσεις της ομάδας μερικούς μήνες αργότερα, αλλά δεν ξεδίπλωσε ποτέ όλο το ταλέντο του, ενώ είχε ήδη ραγίσει το γυαλί στις σχέσεις του με την ομάδα.
Έπαιξε το καλύτερο μπάσκετ της ζωής του στη Μακάμπι, με την οποία έφτασε στον τελικό της Ευρωλίγκα και στην καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης. Επέστρεψε στην Ελλάδα για τον Παναθηναϊκό, όπου είχε ενεργό ρόλο, αλλά με σχετικά περιορισμένο χρόνο συμμετοχής, γιατί δεν μπορούσε να ελέγξει τη δύναμή του (έκανε συχνά φάουλ) και να ακολουθήσει για πολλά λεπτά συνεχόμενα το ρυθμό του αγώνα.
Την ίδια χρονιά (2013) παίζει για τελευταία φορά στην Εθνική, από την οποία έχει να θυμάται το σόου στη Σαϊτάμα, αλλά και το επεισοδιακό φιλικό με τη Σερβία και τον τρικούβερτο καβγά στο τέλος, όπου ήταν πραγματικός Οβελίξ. Δεν ένιωθε τίποτα, όταν τον χτυπούσε από πίσω ο Κρίστιτς, ενώ μετά όλο το γήπεδο έτρεχε να σώσει τον ψευτονταή από την οργή του Σοφοκλή.
Τα επόμενα χρόνια, ο μαγικός ζωμός του φάνηκε να τελειώνει κι η καριέρα του Σοφοκλή πήρε τον κατήφορο. Έπαιξε άλλη μια χρονιά στη Μακάμπι, απέτυχε να πείσει τον Ερυθρό Αστέρα ότι ήταν ακόμα σε επίπεδο Ευρωλίγκα, είχε μια συμπαθητική χρονιά στον ΠΑΟΚ, έκλεισε στον Απόλλωνα Πατρών, όπου δεν έπαιξε ποτέ λόγω τραματισμού, για να επιστρέψει φέτος, μετά από δύο χρόνια απουσίας στα Τρίκαλα, όπου είχε 6 πόντους σε 9 λεπτά συμμετοχής, αλλά η εικόνα του με τη λευκή στολή της ομάδας ήταν θλιβερή και τρομακτική συνάμα, προκάλεσε πλήθος αρνητικών κι ειρωνικών σχολίων, κι έγραψε ίσως το θλιβερό επίλογο μιας πολλά υποσχόμενης καριέρας.
Η οποία θα μπορούσε να φτάσει ως το ΝΒΑ, αλλά τελικά το μεγαλύτερο παράσημό της ήταν επίσης εξωαγωνιστικό, αφού ο Σοφοκλής μπήκε στο μάτι των νεοναζί της χρυσής αυγής, που δεν μπόρεσαν ποτέ να χωνέψουν το χρώμα της επιδερμίδας του και τις εμφανίσεις του με το εθνικό συγκρότημα, που τους χαλούσαν τα “εθνικά ιδεώδη της φυλής”. Πάνω-κάτω οι ίδιες ρατσιστικές βλακείες που τσαμπουνάνε σήμερα για τον Αντετοκούμπο. Κι είναι κρίμα, για αυτό και μόνο, που δε συνεχίζει ο Σόφο σε υψηλό επίπεδο, για να συνεχίσει να τους μπαίνει στο μάτι. Αλλά δεν αλλάζει το ηθικό δίδαγμα.
Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον, δε θα πεθάνει μόνος, κάρφωσέ τον…
Ακολουθούν μερικές από τις καλύτερες στιγμές του…