Στα σαγόνια του Γιάτσεκ Γκμοχ
Ο Γκμοχ μπορεί να μην έμαθε ποτέ να μιλάει καλά ελληνικά, αλλά έγινε δικός μας, ο αγαπημένος “σαγόνιας” του ελληνικού -και όχι μόνο- ποδοσφαίρου. (Πώς είναι ο Κυριάκος Θωμαΐδης; Το ακριβώς αντίθετο)
Ο Γιάτσεκ Γκμοχ είναι μια μεγάλη μορφή των γηπέδων και των πάγκων, ο αγαπητός σε όλους “σαγόνιας” του ελληνικού ποδοσφαίρου (καμία σχέση πχ με τον Κυριάκο Θωμαΐδη). Και λέμε του ελληνικού ποδοσφαίρου, μολονότι είναι Πολωνός, γιατί ο Γκμοχ μπορεί να ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως και να μην εγκατέλειψε ποτέ το δικό του ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα, με τα σπαστά ελληνικά, αλλά έγινε αναμφισβήτητα δικός μας, σε βαθμό που να χορεύει ζεϊμπέκικο, όπως φαίνεται και στο παρακάτω βίντεο.
Γεννήθηκε στις 13 Γενάρη του 1939, λίγους μήνες πριν από την εισβολή των ναζί στη χώρα του. Ασχολήθηκε πρώτα με το μπάσκετ, αλλά τον κέρδισε η ασπρόμαυρη θεά. Αγωνίστηκε κυρίως στη Λέγκια Βαρσοβίας ως αμυντικός, πήρε δύο Κύπελλα και τον τίτλο του καλύτερου παίκτη το 1967, αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός τον ανάγκασε να εγκαταλείψει πρόωρα την αγωνιστική δράση. Ουδέν κακό αμιγές καλού βέβαια, καθώς αυτή η εξέλιξη του άνοιξε νέους δρόμους.
Ο Γκμοχ αφοσιώθηκε στην προπονητική κι έφτασε σύντομα στη θέση του ομοσπονδιακού τεχνικού της χώρας του. Το 1974, στο Μουντιάλ της Γερμανίας, ήταν βοηθός του Γκόρσκι στη μεγάλη ομάδα με πρωταγωνιστή του Λάτο, που έφτασε ως τα ημιτελικά της διοργάνωσης και πήρε τελικά την τρίτη θέση, νικώντας την απερχόμενη παγκόσμια πρωταθλήτρια, Βραζιλία. Ο Γκμοχ έγινε πρώτος προπονητής δύο χρόνια αργότερα, και καθοδήγησε την Πολωνία στο Μουντιάλ της Αργεντινής το 78′, όπου απέτυχε να προκριθεί στα ημιτελικά, αλλά πήρε την 5η θέση.
Μετά από ένα σύντομο πέρασμα στην (ποδοσφαιρικά εξωτική) Νορβηγία, ήρθε στην Ελλάδα για λογαριασμό του ΠΑΣ Γιάννενα, με τον οποίο έκανε εκπληκτική πορεία πρωταθλητισμού και τερμάτισε στην τέταρτη θέση, που είναι η καλύτερη στην ιστορία του Άγιαξ της Ηπείρου. Αλλά αυτό δεν ήταν καν το σημαντικότερο επίτευγμά του στη χώρα μας, με επαρχιακή ομάδα.
Σύντομα κέντρισε το ενδιαφέρον των μεγάλων ομάδων του κέντρου κι έτσι μετά από τον Απόλλωνα και την πρώτη θητεία του στην ΑΕΛ, αναλαμβάνει την τεχνική ηγεσία του ΠΑΟ, με τον οποίο κατακτά το νταμπλ και την επόμενη χρονιά τον οδηγεί στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών -μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από το κατόρθωμα του Ουέμπλεϊ.
Την επόμενη σεζόν πήγε στην ΑΕΚ και μερικά χρόνια αργότερα στον Ολυμπιακό, για να κλείσει έτσι ένα σπάνιο κύκλο και να γίνει ένας από τους ελάχιστους τεχνικούς που έχουν περάσει από τους πάγκους και των τριών ομάδων του τέως ΠΟΚ.
Ενδιάμεσα όμως επιστρέφει στη Λάρισα και τον πάγκο της ΑΕΛ, με την οποία κατορθώνει κάτι αξεπέραστο μέχρι σήμερα: η ΑΕΛ σπάει το κατεστημένο των μεγάλων ομάδων, κατακτά τον τίτλο της χρονιά 1987-88 και γίνεται έτσι η μοναδική επαρχιακή ομάδα στην ιστορία που στέφεται πρωταθλήτρια Ελλάδας. Ένα επίτευγμα, που με τα τωρινά δεδομένα, μοιάζει σχεδόν απίθανο να ξανασυμβεί σύντομα, κι αυτό υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο την αξία του.
Ο Γκμοχ έμεινε ενεργός για άλλα 15 χρόνια περίπου κι εξελίχτηκε σε ένα γυρολόγο των ελληνικών πάγκων, κάνοντας φίλους όπου πήγε. Επέστρεψε εκτάκτως για ένα παιχνίδι, και για τελευταία φορά, ως υπηρεσιακός προπονητής στον πάγκο του ΠΑΟ το 2010. Και έκλεισε έτσι μια σπουδαία καριέρα, κατά την οποία έβγαλε ρίζες στη χώρα μας, ακόμα κι αν τελικά η γλώσσα μας τον δυσκόλεψε πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε αντίπαλο.
Ο Σαγόνιας έμεινε στην Ελλάδα πολύ περισσότερο από ό,τι φανταζόταν κι ο ίδιος, όταν έγραφε το αυτοβιογραφικό βιβλίο με τον αυτοσαρκαστικό τίτλο “έξι χρόνια στο Ελλάντα”, όπου διηγούνταν κάποιες από τις πρώτες εντυπώσεις και περιπέτειές του στη χώρα μας. Κι αυτό το sui generis γλωσσικό ιδίωμα έγινε τελικά το σήμα-κατατεθέν του αλλά και κομμάτι της γοητευτικής του προσωπικότητας, που παραμένει ως και σήμερα μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες και χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες του ελληνικού (και όχι μόνο) ποδοσφαίρου.