Το τελευταίο τανγκό – Πριν το τέλος μοιάζει η φυγή με αγάπη μεγάλη
Ίσως αυτή τελικά να είναι η τελευταία πράξη αγάπης του προς τον σύλλογο που αγάπησε -και όπου αγαπήθηκε ο ίδιος, όσο κανείς. Να επισπεύσει το δικό του τέλος, για να υπογράψει αυτό της διοίκησης και να λυτρώσει την ομάδα του από τον εφιάλτη. Ίσως ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να κάνει πια ο Μέσι για την Μπαρτσελόνα στα 33 του.
Ο Μέσι φεύγει. Κι αφήνει πίσω του συντρίμμια, στην κυριολεξία. Μια ομάδα που μαζεύει τα κομμάτια της, μετά το 8-2. Μια διοίκηση που σκέφτεται πώς να γκρεμίσει ό,τι άφησε όρθιο. Και τον κόσμο συντετριμμένο στην ιδέα πως θα χάσει το ίνδαλμά του, τον θεό της μπάλας που του έμαθε να βλέπει αλλιώς το άθλημα. Που πονάει για τη δική του φυγή, περισσότερο από οποιαδήποτε συντριβή μες στο γήπεδο.
Μπορεί να φεύγει γιατί βρήκε νωρίς την Ιθάκη του, του έλειψε όμως το ταξίδι. Και θέλει να απαντήσει στο ποδοσφαιρικό ερώτημα της Σφίγγας, αν μπορεί να πετύχει μακριά από τη γυάλα του στη Βαρκελώνη, αν έφτιαξε αυτός το μεγαλείο της Μπαρτσελόνα ή αυτή του χάρισε τη λάμψη της, η κότα το αυγό ή το αυγό την κότα (ψευτοδίλημμα).
Φεύγει για να δει να σφάζονται στην ποδιά του παλικάρια, ποια Σειρήνα θα τον κατακτήσει και αν έπρεπε όντως να τον κρατήσουν δεμένο στο κατάρτι οι σύντροφοί του και να μη φύγει ποτέ.
Φεύγει στα 33 του, όπως ο Κριστιάνο από τη Ρεάλ -ένας Χριστός και ένας Μεσσίας, που έφτασαν στον ουρανό αλλά η βασιλεία τους φτάνει βιολογικά στο τέλος της. Όταν άλλοι σταυρώνονται και άλλοι ξεκινάνε τη ζωή τους. Φεύγει γιατί σκέφτηκε σαν Μεσσίας πως δε θέλει να πιει αυτό το πικρό ποτήρι ως τον πάτο, να μη γνωρίσει την δική του αποκαθήλωση, και άφησε τον Μπαρτομέου – Νέρωνα να τα βγάλει μόνος του πέρα στον Γολγοθά του. Σταύρωσον Αυτόν, ναι, αλλά ο Μέσι μπορεί να αναστηθεί, τώρα στο λυκόφως της καριέρας του;
Φεύγει ο τελευταίος κοντός -μετά τον Τσάβι και τον Ινιέστα- γιατί δεν αντέχει να βλέπει την ομάδα να μετρά το μπόι της που πόντο-πόντο χάνει, τα τελευταία χρόνια και θυμίζει φάντασμα που πλανάται πάνω από τα γήπεδα της Ευρώπης.
Φεύγει για να βρει μια νέα πρόκληση ή κάτι που να του θυμίζει τα παλιά, σαν τον Γκουαρντιόλα και τη Σίτι, την ομορφιά του ποδοσφαίρου, τη δίψα για διάκριση, τη χαμένη μαγεία, το πρόσφατο παρελθόν που γλιστράει σαν άμμος από τα χέρια του και του θυμίζει πως ο χρόνος στη δική του κλεψύδρα λιγοστεύει επικίνδυνα.
Φεύγει γιατί σε μια σχέση αγάπης, το τέλος θα έμπαινε με μια ερωτική επιστολή, γεμάτη φιλιά και δάκρυα, σαν αυτά που θα ήθελε να του χαρίσει όποιος έχει δει ποδόσφαιρο ή μάλλον τον Μέσι να παίζει ποδόσφαιρο -και αλήθεια τι έχει δει στη ζωή του, αν δεν το έχει δει αυτό; Να φύγει τουλάχιστον με ένα Κύπελλο της παρηγοριάς στον άρρωστο οργανισμό της Μπάρτσα, που βλέπει να χάνει τη δική της Λυδία Λίθο και νιώθει πως καταρρέει το σύμπαν της.
Σε μια μεγάλη αγάπη, το τέλος άξιζε να γραφτεί αλλιώς, με γάμο αντί για διαζύγιο, με ένα χαρούμενο φινάλε ή μια κορύφωση του δράματος, πάντως όχι άδοξα με ένα ψυχρό burofax. Ίσως όμως έτσι να παίρνει τη δική του εκδίκηση για το ψυχρό “αντίο” στον φίλο του Σουάρες, που ενημερώθηκε τηλεφωνικά από τον Κούμαν πως δε θα συνεχίσει στην ομάδα…
Κι όμως, ίσως αυτή τελικά να είναι η τελευταία πράξη αγάπης του προς τον σύλλογο που αγάπησε -και όπου αγαπήθηκε ο ίδιος, όσο κανείς. Να επισπεύσει το δικό του τέλος, για να υπογράψει αυτό της διοίκησης και να λυτρώσει την ομάδα του από τον εφιάλτη. Ίσως ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να κάνει πια ο Μέσι για την Μπαρτσελόνα στα 33 του.
Και γιατί μας ενδιαφέρει τι κάνει ένας χρυσοπληρωμένος επαγγελματίας ποδοσφαιριστής; Χωρίς λόγο. Δεν υπάρχει πολιτικό άλλοθι για αυτό το κείμενο. Αλίμονο όμως σε όποιον είδε μπάλα, του άρεσε αυτό το άθλημα και λέει πως δεν τον ενδιαφέρει ο Μέσι. Ίσως το βασικό επιχείρημα για όποιον θελήσει ποτέ να αποδείξει πως το ποδόσφαιρο είναι και αυτό μια μορφή τέχνης.