Βλαντίμιρ Τκατσένκο – Ένας σοβιετικός αγαθός γίγαντας

Δε βγαίνουν πια τέτοιοι παίκτες…

Μπορεί ο Αργύρης Καμπούρης να ήταν ο “τίμιος γίγαντας που είχε στα χέρια του την πρόκριση” -όπως είπε πάνω στον ενθουσιασμό του ο Συρίγος-, αλλά ο πραγματικός γίγαντας φορούσε τα κόκκινα της Σοβιετικής Ένωσης, στην άλλη πλευρά του γηπέδου. Τον έλεγαν Βλαδίμηρο (Βλαντίμιρ) Τκατσένκο, αλλά ο θυμόσοφος λαός, που δυσκολευόταν να το προφέρει σωστά, τον έκανε Τσατσένκο και έτσι καθιερώθηκε στη μνήμη μας.

Ο Βλαντίμιρ Τκατσένκο ήταν ένας από τους πιο κυριαρχικούς σέντερ της Ευρώπης, τις δεκαετίες του 70′ και του 80′. Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 20 Σεπτέμβρη του 1957, στο Σότσι της Ρωσίας, αλλά είχε ουκρανική καταγωγή. Ξεχώρισε από παιδί για τη σωματική του διάπλαση. Στα 12 είχε φτάσει το 1.90, στα 15 του είχε ήδη φτάσει τα 2.10 και τελικά κατέληξε να γίνει ένας γίγαντας 221 εκατοστών που ζύγισε 140 κιλά και φορούσε παπούτσι Νο 56. Ήταν φόβητρο για κάθε αντίπαλο, σκέπαζε τα καλάθια και μοίραζε τάπες αφειδώς, ενώ η φωτογραφία του δίπλα στο βραχύσωμο Ισπανό Κορμπαλάν να του φτάνει ως το στέρνο είναι απ’ τα πιο κλασικά στιγμιότυπα του ευρωπαϊκού μπάσκετ του εικοστού αιώνα.

Οι περισσότεροι τον θυμούνται ως ένα είδος μπασκετικού τερματοφύλακα, ένα βαρύ κορμί χωρίς ιδιαίτερες μπασκετικές αρετές και αλτικές ικανότητες. Στην πραγματικότητα, ο Τκατσένκο δε χρειαζόταν τις περισσότερες φορές να πηδήξει, αφού ήταν αρκετό να αφήσει απλώς την μπάλα στο καλάθι, πάνω από τα χέρια των αντιπάλων του, όπως κάποιος αφήνει τα κλειδιά του πάνω στο τραπέζι.

Η εικόνα του άτεχνου, βαριού σκαριού αδικεί ωστόσο το μπάσκετ που ήξερε ο Βλαδίμηρος. Είχε αρκετά τεχνικές κινήσεις, καλή μπασκετική νοημοσύνη, και αρκετά καλό σουτ, για το ύψος και τη θέση που έπαιζε. Ιστορικός είναι ένας αγώνας της ΤΣΣΚΑ με την Μπανταλόνα, το 87′, όπου ο Βλαδίμηρος πέτυχε τρίποντο έξω από τη γραμμή των 6.25, σε μια εποχή που οι σέντερ σχεδόν “απαγορευόταν” να πάρουν παρόμοιες πρωτοβουλίες.

Η θηριώδης δύναμη που έκρυβε μέσα του ο Σοβιετικός γίγαντας, γινόταν πολλές φορές λόγος παρεξηγήσεων, αφού δεν μπορούσε να την ελέγξει. Δεν είναι τυχαίο πως η φάση που θυμούνται οι περισσότεροι Έλληνες φίλαθλοι είναι η ακούσια αγκωνιά που ξάπλωσε τον Γιαννάκη στο παρκέ, στον τελικό του Ευρωμπάσκετ του 87′, με τον Τκατσένκο να στέκεται σαν ένοχο κουτάβι και να δείχνει ότι δεν ήθελε να χτυπήσει κανέναν. Και όντως, κανείς δεν του κράτησε κακία…

Ο Τκατσένκο ήταν η επιτομή της σοβιετικής κυριαρχίας κάτω από τις ρακέτες -και το μπάσκετ γενικώς- μέχρι που εμφανίστηκε ο Άρβιντας Σαμπόνις, ένας γίγαντας στα ίδια κυβικά, με ακόμα καλύτερη τεχνική κατάρτιση και μακρινό σουτ. Οι μεταξύ τους μονομαχίες στα σοβιετικά ντέρμπι μεταξύ της ΤΣΣΚΑ και της Ζαλγκίρις έχουν αφήσει εποχή. Από τη μια το παχύ μουστάκι του Βλαδίμηρου, ενάντια στο λεπτό χνούδι του Λιθουανού, που έγινε μόδα τη δεκαετία του 80′. Ο Σαμπόνις θεωρήθηκε “θαύμα της φύσης” και εκτόπισε σταδιακά τον Τκατσένκο, που ήταν κυρίαρχος στην εποχή του, αλλά συμβατικό μοντέλο, προηγούμενης γενιάς, με κατώτερα χαρακτηριστικά.

Κατά μία έννοια, μπορούμε να πούμε ότι ο Τκατσένκο ήταν ένας παίκτης μπρεζνιεφικής κοπής, κυρίαρχος στην εποχή του, που όμως τον ξεπέρασε η εξέλιξη του αθλήματος. Ο αντικαταστάτης του όμως, που διαφημίστηκε όσο κανείς, αποδείχτηκε αντεπαναστάτης, περίπου όπως και η Περεστρόικα της εποχής…

Ο Τκατσένκο έγινε διεθνής από τα 16 του και πήρε το βραβείο του καλύτερου παίκτη της Ευρώπης το 1979, κερδίζοντας με τη Σοβιετική ομάδα δύο χάλκινα Ολυμπιακά μετάλλια, το 1976 και το 1980 -χωρίς να είναι παρών στο χρυσό Ολυμπιακό της Σεούλ το 88′-, τρία χρυσά σε Ευρωμπάσκετ και άλλο ένα χρυσό στο Μουντομπάσκετ του 82′ στην Κολομβία, με τη νίκη επί των ΗΠΑ.

Ξεκίνησε το μπάσκετ στη Στρόιτελ, στα 25 πήρε μεταγραφή στην ΤΣΣΚΑ, με την οποία κέρδισε τέσσερα πρωταθλήματα, δεν έφτασε όμως ποτέ στην κορυφή της Ευρώπης σε διασυλλογικό επίπεδο.

Το μοιραίο 1989, πέρασε τα σύνορα, την τελευταία χρονιά του στα γήπεδα, για να παίξει στην ταπεινή και άσημη Γκουανταλαχάρα, στην αντίστοιχη ισπανική Α2, όπου είχε 15 πόντους μέσο όρο, και έκλεισε την καριέρα του, λόγω των πόνων που αντιμετώπιζε στη μέση. Ενώ ο αστικός μύθος λέει πως όταν πέτυχε κλέφτες στο σπίτι του, ένας από αυτούς τρόμαξε τόσο πολύ που πήδηξε από το μπαλκόνι για να μην πέσει στα χέρια του και τραυματίστηκε.

 

Σε αντίθεση πάντως με άλλους όψιμους επαγγελματίες, που γλυκάθηκαν από την προοπτική του εύκολου πλουτισμού, ο Τκατσένκο μάλλον αναζητούσε τα προς το ζην, βλέποντας τη χώρα και το σύστημα που τον γέννησε να διαλύεται. Μετά την αντεπανάσταση, έγινε οδηγός ταξί σε ιδιωτική εταιρία, ασχολήθηκε με λογιστικά σε μια εταιρία, ενώ διαφήμισε και μια μάρκα κρασιών στην Ισπανία, όπου παραμένει ακόμα δημοφιλής. Κανείς δεν μπορούσε να μην τον συμπαθήσει.

Ο γιος του, Ιγκόρ, έπαιζε στην Ντιναμό Μόσχας, ενώ κέρδισε και ένα διαγωνισμό καρφωμάτων -σε αντίθεση με τον πατέρα του, που παρά το ύψος του, κάρφωνε από σπάνια έως ποτέ, και το παιχνίδι του ήταν αρκετά μίνιμαλ, χωρίς περιττές φιγούρες, μνημείο λιτής, σοβιετικής αισθητικής.

Σήμερα ο Τκατσένκο είναι ένας άκρως συμπαθής “καραφλομαλλιάς”, που εμφανίζεται σπάνια στα γήπεδα, γιατί δεν του αρέσει πολύ η δημοσιότητα, και προτιμά να βλέπει αγώνες ήσυχος από το σπίτι του. Και εμείς, βλέποντας παλιά στιγμιότυπά του, διαπιστώνουμε πως ήταν μια μπασκετική εκδοχή του Λάντα -με μπόλικη λαμαρίνα και αξιοπιστία. Δε βγαίνουν πια τέτοιοι παίκτες…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: