Ζινεντίν Ζιντάν: ένας ποδοσφαιρικός αρτίστας με λιμανίσια ανατροφή
Πώς ένας καλλιτέχνης από το λιμάνι κατέκτησε την κορυφή του κόσμου δυο φορές, ως παίκτης και ως προπονητής
To διπλό Ζήτα από τα αρχικά του παραπέμπει στο Ζορό (που στην Ισπανία το λένε “Θόρο” και είναι θήτημα πώς ακριβώς πρόφεραν το δικό του όνομα). Το προσωνύμιο Ζιζού παραπέμπει στη φινέτσα της χώρας στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσε. Αλλά το μεσαίο του όνομα (Γιασίντ), που δεν το γνωρίζουν πολλοί, προδίδει τις ρίζες του από την Αλγερία. Ένα εκρηκτικό κράμα που κατάφερνε να συνδυάζει τη λιμανίσια καταγωγή με την ποδοσφαιρική καλλιτεχνία.
Ο Ζιντάν γεννήθηκε σαν σήμερα το 1972 στη Μασσαλία, αλλά δεν έπαιξε ποτέ για τη Μαρσέιγ. Ξεκίνησε ως έφηβος στις Κάννες, όπου ξεχώρισε σύντομα και πήρε μεταγραφή για τη Μπορντό, φτάνοντας με τους Γιρονδίνους στον τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Εκεί τον εντόπισε η Γιουβέντους και τον έφερε στο Τορίνο, φτάνοντας μαζί του σε δύο τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ, χωρίς όμως να πιει νερό -ή μάλλον σαμπάνια- από την κούπα με τα μεγάλα αυτιά. Τα πρώτα χρόνια ο Ζιζού ζούσε στη σκιά του Ντελ Πιέρο, που ήταν το μεγάλο αστέρι της Μεγάλης Κυρίας, σύντομα όμως ξεδίπλωσε το ταλέντο του κι έδειξε ποιος ήταν ο πραγματικός της ηγέτης.
Το 2001 φτάνει στο ζενίθ της καριέρας του και γίνεται προσωρινά η ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου, με τη Ρεάλ να δίνει πάνω από 70 εκ. ευρώ, για να τον αποκτήσει. Γίνεται το πιο λαμπρό αστέρι στο στέμμα της Ρεάλ με τους galacticos (τους γαλαξιακούς παίκτες που έφερνε στη Μαδρίτη ο Πέρεθ). Την πρώτη κιόλας χρονιά δίνει στη Βασίλισσα το 9ο Τσάμπιονς Λιγκ-Πρωταθλητριών, με τρομερό εναέριο βολέ στον τελικό με τη Λεβερκούζεν, ίσως το καλύτερο γκολ στην ιστορία των τελικών, μέχρι το φετινό ανάποδο ψαλίδι του Μπέιλ με τη Λίβερπουλ.
Σταματά την καριέρα του στα 34, χορτασμένος από τίτλους και διακρίσεις, θέλοντας ίσως να αποσυρθεί όσο είναι ακόμα στην κορυφή -ό,τι έκανε μετά κι ως προπονητής. Μένει στην ιστορία το αρχοντικό του στιλ, η φινέτσα και οι υδραυλικές ντρίπλες του, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μιλούσε στην μπάλα -χωρίς να αποφεύγει τα “γαλλικά” στους αντιπάλους.
Με την Εθνική Γαλλίας γράφει τη δική του ιστορία. Κάνει ντεμπούτο με τους τρικολόρ στο EURO του 96′, φτάνοντας στα ημιτελικά, αλλά τα καλύτερα έρχονταν. Στο Μουντιάλ του 98′ αποβάλλεται για αντιαθλητικό χτύπημα σε ένα ματς του ομίλου, επιστρέφει όμως στα νοκ-άουτ κι εξιλεώνεται. Σφραγίζει τον τελικό με δυο δικές του κεφαλιές, στέφεται παγκόσμιος πρωταθλητής και παίρνει τη χρυσή μπάλα, μπαίνοντας στο πάνθεον των κορυφαίων. Το 2000 στο EURO στις Κάτω Χώρες, είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της Εθνικής Γαλλίας, που στέφεται Πρωταθλήτρια Ευρώπης, παίρνοντας την μπουκιά μέσα από το στόμα των Ιταλών -που του χρωστούσαν κάτι.
Στο Μουντιάλ του 02′ είναι τραυματίας στα πρώτα παιχνίδια, και χωρίς αυτόν, η Παγκόσμια Πρωταθλήτρια πελαγοδρομεί και αποκλείεται από τον όμιλο. Στο EURO της Πορτογαλίας το 04′, πέτει πάνω στο θαύμα της δικής μας Εθνικής, που τον αποκλείει στον προημιτελικό, με την ντρίπλα του Ζαγοράκη και την κεφαλιά του Χαριστέα. Σκέφτεται προς στιγμήν να αποχωωρήσει, αλλά επιστρέφει για μια τελευταία παράσταση στο Μουντιάλ της Γερμανίας, το 06′.
Εκεί όλοι γνωρίζουν πως είναι η τελευταία του διοργάνωση πριν αποσυρθεί από την ενεργό δράση και κάθε αγώνας του μπορεί να είναι ο τελευταίος. Παρά το μέτριο ξεκίνημα στον όμιλο, η Γαλλία του Ντομενέκ απογειώθηκε στα νοκ-άουτ. Ο Ζιντάν χορεύει τον Πουγιόλ στο νοκ-άουτ με την Ισπανία, αποκλείει στον προημιτελικό την παγκόσμια πρωταθλήτρια Βραζιλία και την Πορτογαλία στον ημιτελικό, και φτάνει στον τελικό απέναντι στην Ιταλία, που ετοιμάζει τη δική της εκδίκηση.
Ο Ζιζού σκοράρει με πέναλτι απέναντι στον Μπουφόν, αλλά στην παράταση τσιμπάει στις προκλήσεις του Ματεράτσι, του ρίχνει μια κουτουλιά στο στέρνο, αποβάλλεται κι αφήνει την ομάδα του ξεκρέμαστη, γράφοντας το πιο άδοξο τέλος στη μεγάλη καριέρα του. Για κάποιους όμως, μεγάλωσε απλώς το μύθο του, δείχνοντας τη λιμανίσια ανατροφή του, που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί της οικογενειακής του τιμής, ενώ όλοι κρατάνε την εικόνα του δίπλα στο τρόπαιο, καθώς αποχωρεί για τελευταία φορά στα αποδυτήρια.
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε πως το άστρο του ως προπονητής, θα ξεπερνούσε όσα πέτυχε στο γήπεδο ως παίκτης. Ψήθηκε στη δεύτερη ομάδα της Ρεάλ κι ανέλαβε την πρώτη, όπου μες σε 2,5 χρόνια κατέκτησε 3 σερί Τσάμπιονς Λιγκ -επίτευγμα που είχε να συμβεί από τη δεκαετία του 70′- ένα πρωτάθλημα κι άλλους υποδεέστερους τίτλους. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να επιβληθεί με την προσωπικότητά του στα μεγάλα αστέρια-“εγώ” της Ρεάλ και να τους πείσει να παίξουν για το σύνολο. Έφυγε μία βδομάδα μετά την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ, καβάλα στο άλογο, επειδή θεώρησε πως η ομάδα χρειαζόταν μια αλλαγή για να συνεχίσει να νικάει, ή απλά γιατί δεν ξέχασε τις αποδοκιμασίες στο μέσο μιας χρονιάς που κυλούσε άσχημα και φαινόταν χαμένη.
Τώρα είναι το πιο περιζήτητο όνομα στην αγορά, κανείς δεν ξέρει όμως αν υπάρχει άλλη ομάδα αρκετά λαμπερή, για να χωρέσει το άστρο του ή κάποια πρόκληση που να του κεντρίσει το ενδιαφέρον, από τη στιγμή που έχει αποδείξει και κατακτήσει τα πάντα και βασικά το εξής απλό: ότι η κορυφή του ανήκει.