Το ξυπνητήρι ήχησε την καθορισμένη ώρα. Στις επτά. Η Β. μητέρα και καλή νοικοκυρά πετάχτηκε από ένα κακό όνειρο και βρέθηκε τρομοκρατημένη στην κουζίνα.
Ονομάζομαι τάξη Είμαι μυριάδες κύριοι Δικαστές και ζητώ να τους δικάσετε. Καταδικάστε τους σε αφανισμό κρεμάστε τους με το κόκκινο νήμα που ξετυλίγεται από τις καρδιές αυτών που πέθαναν πριν από μένα/ είναι μυριάδες.
Το παρόν κείμενο γράφτηκε κατά την περίοδο του αναγκαστικού εγκλεισμού -λόγω covid19- με αφορμή κάποιες εικόνες από το φωτογραφικό έργο του Θεοδόσιου Μπούνου. Αυτός είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη, να σου ανοίγει δρόμους στη σκέψη, χωρίς περιορισμούς, να σου δίνει το δικαίωμα να ονειρεύεσαι και να φτιάχνεις τις δικές σου ιστορίες.
Και πάλι ο δούρειος ίππος κάτω απ’ τον ήλιο και τα χελιδόνια σανίδα τη σανίδα καρφί το καρφί κατασκευάζεται. Μαθημένη όμως από καρφιά δεν ξεγελιέται η Άνοιξη!
Οι καλύτερες μέρες μου κάπου χάθηκαν. γρατζουνιές από σκέψεις. ρινίσματα από επιθυμίες. μίλησα με λόγια. με σιωπές. με πράξεις. μίλησα με χαμόγελα. πιο μετά θα βγάλω τα σκουπίδια. έχω κι εκεί κάποια κομμάτια μου.
“Στην καλύβα πέρα έγινε η σύναξη Μόλις το σύνθημα δόθηκε…”
“…Μονάχα, να μη σταματήσεις Μονάχα, να μείνεις δυνατός Μονάχα, να μείνεις μαζί…”
Θα πρέπει να αρχίσεις να αναρωτιέσαι Και θα φτάσει η στιγμή, που θα αρχίσεις να ψάχνεις το πώς Και τότε… δε θα βιάζεσαι να μιλάς… δε θα λες πολλά Τότε θα αγωνίζεσαι για τα δίκια της τάξης σου Και τότε θα είμαστε μαζί αδελφέ μου
Η ποίηση και ο πόνος των ανθρώπων κάποτε ταυτίζονται Του δίκιου όμως η πάλη σπίτι δεν μένει. Πυρακτωμένο σίδερο αιωρείται.
Η ώρα τρεις. Κραυγάζω και θρηνώ για όποιον βουβά, μόνος πεθαίνει. Είναι δική μου η ευθύνη; Η ώρα τρεις. Δε σε θυμάμαι πια. Το μόνο που έχει μείνει πίσω, είναι η ανάγκη να αλλάξουμε τον κόσμο.