Οι καλύτερες μέρες μου κάπου χάθηκαν. γρατζουνιές από σκέψεις. ρινίσματα από επιθυμίες. μίλησα με λόγια. με σιωπές. με πράξεις. μίλησα με χαμόγελα. πιο μετά θα βγάλω τα σκουπίδια. έχω κι εκεί κάποια κομμάτια μου.
“Στην καλύβα πέρα έγινε η σύναξη Μόλις το σύνθημα δόθηκε…”
“…Μονάχα, να μη σταματήσεις Μονάχα, να μείνεις δυνατός Μονάχα, να μείνεις μαζί…”
Θα πρέπει να αρχίσεις να αναρωτιέσαι Και θα φτάσει η στιγμή, που θα αρχίσεις να ψάχνεις το πώς Και τότε… δε θα βιάζεσαι να μιλάς… δε θα λες πολλά Τότε θα αγωνίζεσαι για τα δίκια της τάξης σου Και τότε θα είμαστε μαζί αδελφέ μου
Η ποίηση και ο πόνος των ανθρώπων κάποτε ταυτίζονται Του δίκιου όμως η πάλη σπίτι δεν μένει. Πυρακτωμένο σίδερο αιωρείται.
Η ώρα τρεις. Κραυγάζω και θρηνώ για όποιον βουβά, μόνος πεθαίνει. Είναι δική μου η ευθύνη; Η ώρα τρεις. Δε σε θυμάμαι πια. Το μόνο που έχει μείνει πίσω, είναι η ανάγκη να αλλάξουμε τον κόσμο.
“…λίγες μέρες μπροστά, θα’ ναι Απρίλης και αυτός πάνω από μια κόκκινη παπαρούνα το’ χει βάλει σκοπό να δακρύσει μπας και πέσει ένα φύλλο καταγής, ένα φυλλαράκι τόσο δα και του θυμίσει λίγο πιο απαλό φως- του φθινοπώρου.”
“Μην αφήσουμε κανέναν πίσω μας. Τα μάτια μας ορθάνοιχτα. Τ’ αφτιά μας ν’ αφουγκράζονται και τον πιο αχνό ήχο.”
“Άστε τα φληναφήματα και τα χειροκροτήματα. Βγάλτε χρήμα απ’ τα ταμεία δώστε στα νοσοκομεία.”
“Μα άκουσα το Σεραφείμ από τηλεοράσεως πώς ν’ αποφύγω να διαβώ τις πύλες της κολάσεως…”