Τώρα όμως έχουν περάσει δυόμιση μήνες από τότε που διοργάνωσε για πρώτη φορά το τραπέζωμα αυτό της γειτονιάς – δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το αποκαλέσει συσσίτιο, γιατί έβρισκε τη λέξη αυτή στεγνή και δεν μπορούσε να την καταπιεί
Την επόμενη μέρα, ξημέρωνε 11- 9-2001. Ένας γέρος, κάποτε, μου είχε πει: «Το γεγονός πως η ζωή δεν μας έχει συντρίψει είναι υπόθεση πιθανοτήτων και μόνο». Ποτέ μου δε χώρεσα την κουβέντα του. Ή ήταν μεγάλη για τα κυβικά μου ή απλά δεν ήταν ακόμη η ώρα μου.
Κάποτε, σ’ ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριουδάκι, ήταν ένας άνθρωπος, λαίμαργος πολύ. Από την πολλή, μάλιστα, τη λιχουδιά του, κατέβαζε τις μπουκιές – πολλές φορές, αμάσητες.
Βλέπω το φίλο να σηκώνει κάτι με τα χέρια του και να το εναποθέτει στα χορτάρια, μακριά από την άσφαλτο. Πλησιάζω. Εντέλει, πρόκειται για τρία κουταβάκια. Το ένα είναι εμφανώς πεθαμένο ή πιο συγκεκριμένα πατημένο. Έμεινε ένα ακόμη να κλαψουρίζει στην άσφαλτο δίπλα του με κλειστά τα ματάκια του.
Μας πιάνουν οι παραξενιές μας, οι παρεξηγήσεις γίνονται ακόμα πιο εύκολες και το κλείσιμο στο καβούκι μερικές φορές αναπόφευκτο. Έτσι είχε γίνει και εκείνο τον χειμώνα με ένα φίλο. Αλλά παρ’ όλες τις δυσκολίες δεν θα το έβαζα κάτω, θα έκανα την κίνηση και στο τέλος ας μην άξιζε.
Τυφλώθηκα από έναν έρωτα παράφορο και ανελέητο. Την ήθελα, πόσο την ήθελα! Δε λογάριασα τίποτα προκειμένου να την κατακτήσω. Θα κάνω τα πάντα για να μη χάσω την αγάπη μου, θα καταφύγω σε όποιο δόλιο μέσο χρειαστεί για να την κρατήσω κοντά μου. Για να χορτάσω εξουσία και δύναμη, για να γευτώ όσο περισσότερη εξουσία μπορώ!
Γιατί περπατώ; Γιατί έτσι! Γιατί μπορώ! Γιατί δεν γίνεται αλλιώς! Περπατώ όταν υπάρχει λόγος, περπατώ και για πλάκα! Περπατώ με μια γκάμα ατελείωτη…
Θέλω να σου πω μια ιστορία για έναν άνθρωπο που γνώρισα μια φορά, πριν από πολλά χρόνια. Ήταν σαν όλους τους άλλους. Με αδυναμίες, με φόβους, με άγχη, αλλά και μ’ εξυπνάδα πολλή, με σπιρτάδα, καλοσύνη και αγάπη. Είχε όμως ένα διαφορετικό πάνω του. Ήταν μικροσκοπικός!
Χρόνια γεμάτα κατάρα. Μετά το θάνατο και πριν τη ζωή.
Με μία απορία ξύπναγε και κοιμόταν: Μα γιατί δεν αλλάζει κάτι; Γιατί δεν έρχεται κάτι καλύτερο, γιατί η κοινωνία αυτή χειροτερεύει;