“…όλη την ζωή μου την χαράμισα, δουλεύοντας υπερβολικά, ο σκοπός μου ήταν, για να γίνω πλούσιος, να έχω πολλά λεφτά, αλλά τώρα είμαι με άδεια χέρια…”
“Σ’ αυτόν το δρόμο ακούγονται μόνο οι άριες των αστεριών και τα πουλιά που ξεσηκώνονται τη νύχτα κάθε νύχτα κι αλλαφτοφτερουγούν απ’ τη χαρά τους…”
“…κάνε τα πάντα για να πιάσεις την καλή, πάτα στον λαιμό τον μεροκαματιάρη, κλέψ’ του το ψωμί, άδειασε τα δημόσια ταμεία, αν προκύψει κάποιο πρόβλημα, μην φοβάσαι, δεν θα πας φυλακή, αρκεί να έχεις κλέψει αρκετά…”
“Γέμισε ο τόπος ρουφιάνους άνθρωποι που πουλιούνται φτηνά για 5 ευρώ για ένα καφέ και μια τυρόπιτα…”
“Πεταμένα τα λουλούδια της στον δρόμο, δεν πρόλαβε να τα μυρίσει, έφυγε νωρίς, βιαστικά, σχεδόν σα φάντασμα, πατώντας επάνω στη φρεσκοστρωμένη άσφαλτο…”
“Έσπασες τη βιτρίνα τους κι ας το ‘ξερες ρε Zackie ήσουν μια δόση καθαρή σ’ ένα ντουνιά πρεζάκι…”
“…αυτοί που σου αφαίρεσαν την ζωή ελπίζω να μπουν φυλακή, εκεί θα έχουν, πολύ καιρό να σκεφτούνε, για μια ζωή οι τύψεις να τους τρώνε, ύπνο να μην έχουνε, πλέον τα βάσανα, για σένα τελειώσανε, αλλά για αυτούς, μόλις τώρα ξεκινάνε”
“…Κι όσοι παλεύουν με την μοναξιά, προσπαθούν να κρατηθούν από τα απομεινάρια του καλοκαιριού Πρώτου παγώσει την ψυχή τους ο χειμώνας”
“Εκεί μακριά στο πέλαγος μου δείχνουν τα σημάδια Μάνες απαρηγόρητες στου ερέβους τον γκρεμό Τη θάλασσα να υψώνεται να πνίγει στα σκοτάδια Ψυχές ανυπεράσπιστες που ψάχνουν ριζικό…”
“…αλλά ο κόπος του, από χρόνο σε χρόνο λιγότερα αξίζει, το εισόδημά του όσο πάει λιγοστεύει, το ψωμί που με τόση δυσκολία βγάζει, όλο και περισσότερο μικραίνει, είναι ολοφάνερο ότι κάποιος τον ληστεύει.”