“…εδώ δεν μιλάμε απλά για φόνους, αλλά για νόμιμες γενοκτονίες, οι οποίες πραγματοποιούνται για λόγους εκδημοκρατισμού, από κουστουμαρισμένους φονιάδες.”
“Μέρες τώρα αφουγκράζομαι τη λύπη των σύννεφων Σαν αίμα που ασφυκτιά στις φλέβες η εξέγερσή τους.”
“Μα τι θ’ απογίνεις τώρα; Φεύγουν Πρόεδρε με φόρα άδειασε η Κουμουνδούρου πάει η Πόπη, πάει κι η Δούρου…”
“Τ’ άγγιγμά του το γλυκό, σαν το πουλί, επέταξε μακριά. Στην κάμαρη, μαύρο, πυκνό σκοτάδι. Ο ήλιος βγήκε το πρωί και έδυσε πριν φέξει.”
“Δεν έχω ανθούς, μαλάματα κι άνοιξες να χαρίσω ποιήματα έχω ακριβά τον κόσμο ν’ αρμενίσω Δεν έχω μάγισσας ραβδί κι αθάνατο νερό έχω της μάνας την κραυγή απ’ άγριο καιρό…”
“…δεν θέλουμε επιδόματα, θέλουμε μια δουλειά, από την οποία θα ζούμε με αξιοπρέπεια…”
“…Και μια μέρα ανακατεύτηκε ξανά αυτών η καταβόθρα Και αναδύθηκε μια αλλιώτικη και τόσο γνωστή μπόχα.”
“…Όρθωσε πια το σβέρκο σου ραγιά και κοίταξε μπροστά. Δες οι Χριστοί πως ρίχνουνε, φως μέσ’ τη σκοτεινιά.
Κοίταξε τα χαμόγελα τα φωτεινά τους μάτια, τα λάβαρα τα κόκκινα πως έχουν υψωμένα…”
Δεν χάθηκες, μικρέ, καλέ μου Ιλχάμ, όταν σε φωνάζαν οι εμπόροι «λάθρο» κι όταν με οργή σου σιχτιρίζαν το Ισλάμ στου φασισμού στεκούμενοι το βάθρο
“Πουλί μου εσύ μονάκριβο, Πουλί ξενιτεμένο Από τα χέρια σ’ άφησα, Στις θάλασσας το κύμα…”