“Με τρύπια χέρια, με σχισμένες παλάμες, με μια παλιά απόχη, μαζεύω αέρα…”
“Στις είκοσι μια του Μάη, ρίξε το σφυρί – δρεπάνι, για να κοκκινίσει η κάλπη Όλοι τους να φοβηθούνε, όμορφοι καιροί να ’ρθούνε…”
“εκεί στις μανάδες των Τεμπών. Κάποιες απ’ αυτές δεν θα τα ξανακούσουν πια…”
“…«Ο Γκαίμπελς ζει», μόνο προφταίνω να κραυγάσω, μεταμφιέζεται σε «in» διαφημιστή. Είν’ υπουργός, πλανητάρχης κι αρχιεπίσκοπος, φοράει τη μάσκα ενός μαϊμού αγωνιστή…”
“Τον ξέρω το στρατιώτη σου, σταυρούς κάρφωνε, Μίλτο, μα, τ’ όνειρό μου αν το ‘βρει, σε ικετεύω, στείλ’ το…”
“…οίκτο μην δείξεις, μην τους λυπάσαι, αυτοί σε κλέβουν ενώ εσύ κοιμάσαι, αν τους ανεχτείς και άλλο, για πάντα στον πάτο θα είσαι…”
“Περιμένεις απ’ τους σκυφτούς που πίσω απ’ τη σκιά τους είναι και δεν μιλάνε, ούτε ακούνε και τα μάρμαρα σου κρύβουν μακριά απ’ το φως…”
“Πάνω στις ράγες της ανθρώπινης ιστορίας, συγκρούονται και πάλι δύο κόσμοι. Και τα παιδιά μας, θύματα αρχαίας τραγωδίας, την τελευταία λέξη τους δεν είπανε ακόμη…”
“Αν οι ζωές μετρούσαν, δε θα ‘τανε παιδιά, Που ούτε καν προφταίνουνε να γίνουνε μεγάλοι. Δε θα μετρούσαν μοναχά τουφέκια και σπαθιά, Ούτε πνευμόνια θα ‘τανε ξερά, χωρίς αέρα…”
“Είμαστε ευγνώμονες που μες τη συντριβή μας εκδίδουμε πια ηλεκτρονικά τις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου μας.”