“…Και μια μέρα ανακατεύτηκε ξανά αυτών η καταβόθρα Και αναδύθηκε μια αλλιώτικη και τόσο γνωστή μπόχα.”
“…Όρθωσε πια το σβέρκο σου ραγιά και κοίταξε μπροστά. Δες οι Χριστοί πως ρίχνουνε, φως μέσ’ τη σκοτεινιά.
Κοίταξε τα χαμόγελα τα φωτεινά τους μάτια, τα λάβαρα τα κόκκινα πως έχουν υψωμένα…”
Δεν χάθηκες, μικρέ, καλέ μου Ιλχάμ, όταν σε φωνάζαν οι εμπόροι «λάθρο» κι όταν με οργή σου σιχτιρίζαν το Ισλάμ στου φασισμού στεκούμενοι το βάθρο
“Πουλί μου εσύ μονάκριβο, Πουλί ξενιτεμένο Από τα χέρια σ’ άφησα, Στις θάλασσας το κύμα…”
“…Να έχεις πεθάνει από καιρό και όμως να ζεις μέσα από την ιστορία, Καπετάνιε μου, την κέρδισες με το σπαθί σου την υστεροφημία Και αυτό ακριβώς θα πει αθανασία!”
“…είναι υπεράνω υποψίας τύποι, κουστουμαρισμένοι, σπουδαγμένοι και ευγενικοί, συστήνονται είτε σαν επιχειρηματίες ή ως πολιτικοί, ο μοναδικός στόχος τους στην ζωή, είναι τα πολλά λεφτά,η μόστρα και η χλιδή…”
“Κι όμως τα δάκρυα στέγνωσαν… Τα δάκρυα ήταν κροκοδείλια… Κι αποδείχτηκε περίτρανα απ’ το Μαξίμου πρώτα και τις Σέρρες ίσα με τον Έβρο και την Πελοπόννησο ύστερα.”
Με το κεφάλι ψηλά κι’ ολοκάθαρη σκέψη και ματιά…
“Με τρύπια χέρια, με σχισμένες παλάμες, με μια παλιά απόχη, μαζεύω αέρα…”
“Στις είκοσι μια του Μάη, ρίξε το σφυρί – δρεπάνι, για να κοκκινίσει η κάλπη Όλοι τους να φοβηθούνε, όμορφοι καιροί να ’ρθούνε…”