“Δούλεβε δωδεκάωρο με χαρά του για να γίνει κι αυτός με τη σειρά του συνάρχοντας, μεγάλη κεφαλή και γι’ αφτόν να δουλέβουνε πολλοί…”
“Εμείς άραγε μπορούμε να γυρίσουμε τα μέσα μας έξω, όπως μας ζήταγε συχνά ο ποιητής της επανάστασης; “
“Πρωθυπουργός και αρχηγοί του Γ.Ε.Σ. στην περηφάνια μου ανοίξανε πληγές Μεγάλους λόγους εκφωνούν με παρρησία Σπάνιο είδος η εθνική ανεξαρτησία…”
Ήτανε τον Αύγουστο πριν από δύο χρόνια που µεµιάς γεράσαµε. Το πρωί στις εφτά η ώρα κοιταχτήκαµε στον καθρέφτη, και ξαφνικά βγήκανε ζάρες στα µέτωπά µας, στο δέρµα δίπλα στα µάτια µας χαραχτήκανε ρυτίδες, τα στόµατά µας ξεραθήκανε και γίνανε πλισέ στεφάνια. Καθίσαµε σε καρέκλες, που δεν στηρίζανε αρκετά τις ράχες µας. Φάγαµε ψωµί, που τα δόντια µας δεν µπορούσανε να το κοµµατιάσουνε…
Η Μ είχε ακούσει να λένε πως έχουμε έλλειμμα παιδείας. Αυτή είχε βγάλει κουτσά-στραβά το γυμνάσιο, αλλά τα πιο πολλά σκουπίδια τα μάζευε σε φοιτητικά γλέντια στο Ψυρρή. Ή μάλλον όχι, στο Κολωνάκι, στα πάρτι της καλής κοινωνίας.
Σαν σήμερα, στις 23 του Ιούνη 2005, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος μας ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, από τους σημαντικότερους της μεταπολεμικής γενιάς.
Α, φίλε καημένε Σε περίμενε ο έρωτας η ζωή σε περίμενε Δεν πρόλαβες να χαρείς ν’ αντισταθείς δεν πρόλαβες.
Το «Καλημέρα τριανταφυλλάκι» γράφτηκε από τον εξόριστο Μενέλαο Λουντέμη για την πεντάχρονη μοναχοκόρη του, Μυρτώ, που εκείνη την περίοδο βρίσκεται μαζί με την μητέρα της, Έμυ, εξόριστες κι οι δυο στο Τρίκερι…
Για το βιβλίο «Γεωγραφίες της Απουσίας», Σωτήρης Λυκουργιώτης, Κουρσάλ, 2021
Το Σωματείο γεννήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να μην το μάθουν τα αφεντικά. Στρίφνωσαν. Ο Βασίλης το κατάλαβε από τις εχθρικές ματιές που του ‘ριχνε τώρα το αφεντικό στα βουβά. Κι ήρθε η πρώτη σύγκρουση…