“Πλάι στην βρύση πεθαίνω διψασμένος καίω σα φωτιά και τρεμοτουρτουρώ στον τόπο μου ενώ ζω είμαι τέλεια ξένος κοντά στη στιά τα δόντια κουρταλώ…”
Είναι το τελευταίο από τα 23 ποιήματα της συλλογής «Με την Ισπανία στην Καρδιά», που γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, ο οποίος διήρκεσε από 17 Ιουλ. 1936 – 1 Απρ. 1939.
Εργατικό ατύχημα είπαν. Τα δάκρυα έπεφταν στο δάπεδο πικρά και η γειτονιά σήκωσε στα δικά της πονεμένα χέρια το τρυφερό παλικαράκι του κυρ Κώστα. Με μια σημαία στο σώμα του κόκκινη για συντροφιά και λίγο χώμα για το στερνό και άδικό του ταξίδι.
Τόσο τα αυτοτελή έργα του Φ.Κ., μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, μελετήματα, μονογραφίες, άρθρα – και είναι τούτο άξιο ιδιαίτερης προσοχής – ανήκουνε σε κόσμους παρωχημένους. Αν και ο Φ.Κ. έζησε πολέμους, εκπατρισμούς, επανάστασες, μικρασιατικό δράμα, χιτλερική Κατοχή, Εμφύλιο πόλεμο, εξορίες ομαδικές και εκτελέσεις «κατά συρροήν», στο έργο του δε συναντούμε ούτε φράση εκ του κόσμου τούτου.
Δύο τραγούδια, ίδια μελωδία, μια μετάφραση στα μέτρα της.
Οι αστοί δεν δημιουργούν ιστορία. Εμπλουτίζουν το ποινικό τους μητρώο”. Το γεννοβόλημα της πλάσης συνεχίζεται. “Ελευτερία είναι η γνώση της ανάγκης”
Σώμα γυναίκας, κάτασπροι μηροί, κάτασπροι λόφοι, καθώς μου παραδίνεσαι μοιάζεις ο κόσμος όλος. Σώμα χωριάτη άγριου το σώμα μου σε σκάβει κι ένα παιδί απ’ τα τρίσβαθα της γης ξαναγεννιέται.
“Κοιμήσου ήσυχα, συντρόφισσα. Κοιμήσου, αδελφή του Κόμματός μας. Η Λευτεριά κι η Εκδίκηση πλησιάζει…”
Ένα νεγράκι σκοτωμένο κι ολομόναχο, γιατί ένα ρόδο αγάπης πέταξε σ’ ένα λευκό κορίτσι που περνούσε.
“… τα μάτια, σύντροφέ μου!… Και τούτα δω στην πόλη σου, κι εκείνα εκεί το Δεκέμβρη στην Αθήνα, κι άλλα, χιλιάδες τέτοια μάτια, που μοιάζουνε με τ’ άστρα. Σβήνουν, μα η φεγγοβολή τους σκίζει αδιάκοπα τη νύχτα, που μας ζώνει!..”