Και μια μέρα, έτσι απλά όπως ανάπνεες ή γελούσες, με φώναξες για πρώτη φορά με τη δική σου πραγματική φωνή: «Μάνααα!». Η ανατέλλουσα συνείδησή σου με αναγνώριζε και με προσδιόριζε στον πιο μεγάλο και ουσιαστικό μου ρόλο: «Μάνα!»
“Αλλ’ οι εργάτες επίμονα σαν το τρεχάμενο νερό τη σκληρή πέτρα λιανίζουν την λιανίζουν, ολοένα την λιανίζουν. Μες στα μάτια τους ο κόσμος που ονειρεύονται…”
Καλός είναι ο Πλάτωνας με το πλατωνικό του Μα «το κορμί —είπε ο ποιητής— θέλει το μερτικό του» (Εν όψει της… νέας σχολικής χρονιάς στις 10 Μάη)
Φρίκη! Εκεί ήτο έν μικρόν καφενείον και εκεί εκάθητο. Η πρώτη εντύπωσίς μου ήτο ως μία ζάλη και ενόμιζα ότι ήθελα να πέσω. Ακούμπησα εις έν παράπηγμα και τον εκοίταξα πάλιν. Τα ίδια μαύρα ρούχα, το ίδιο ψάθινο καπέλλο, η ιδία φυσιογνωμία, το ίδιο βλέμμα. Και με παρετήρει ασκαρδαμυκτεί…
“Σαν ξέρεις πως δεν έχεις τίποτα να χάσεις Όπλα αρκετά οι αστυνόμοι τους δεν έχουν!”
πυρετικός σαν ένα μικρό φωτεινό σύμπαν στις ατέρμονες νύχτες διόρθωσες το αξιοθρήνητο έργο του Θεού
“Δεν υπάρχει το απόλυτο σκοτάδι Είσαι καταδικασμένος να ελπίζεις!”
Ούτε να φεύγεις ούτε να μένεις, να αντιστέκεσαι, έστω κι αν είναι βέβαιο πως θα υπάρξει περισσότερος πόνος και λησμονιά
“Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους! Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι, θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου…”
Την Πρωτομαγιά του 1909 γεννήθηκε ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Μέρα της παγκόσμιας εργατιάς και σύμβολο των αγώνων και των θυσιών των ταπεινών και καταφρονεμένων, των προλεταρίων όλης της Γης.