Σαν σήμερα, στις 20 του Απρίλη 1922, γεννήθηκε ο μεγάλος μας ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους υπηρέτησε με την ποίηση και με τον δρόμο που βάδισε στη ζωή. Πάλεψε μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και βίωσε μετά την Κατοχή διώξεις και εξορίες για τις ιδέες του.
Το σπορ αυτό δεν αφορά μόνο τις «γυναικούλες» σαν αυτές του Γκαβιράτε, που πρωταγωνιστούν στο διήγημα του Ροντάρι, αλλά γενικά τους ανθρώπους μιας κοινωνίας, ασχέτως ηλικίας, κοινωνικής τάξης και «μορφωτικού» επιπέδου. Μάλιστα, θα έλεγα ότι χαρακτηρίζει όχι μόνο και όχι τόσο τις γυναίκες αλλά περισσότερο τους άντρες…
“Τρυπώ τις φλέβες μου για να χαθώ απ’ τα χαρτόκουτα, απ’ τη δουλειά που μ’ έπνιξε κι έπειτα μου στέρησε η ρουφιανιά πλησίον της χριστιανικής σου δουλοπρέπειας…”
«Γεννήθηκα κόκκινος, κατακόκκινος», έλεγες, περήφανα, γλυκά. Χιλή. Εκείνα τα χρόνια. Σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, αφού οι γονείς σου είχαν κλεφτεί. Πατέρας κομμουνιστής και μάνα Ινδιάνα, Μαπούτσε. Καλφουκούρα, «πέτρα γαλάζια» στα μαπουδουνγκούν. Και με «το ωραίο όνειρο να είσαι νέος δίχως να ζητάς την άδεια». Μα ναι. Είναι παράξενη η ζωή. Και το τι μπορούν να χτίσουν τα λόγια.
Ο πολιτοφύλακας που πεθαίνοντας από τα πυρά των γιάνκηδων έγραψε με το αίμα του το όνομα του Fidel. Ζει μονάχα όποιος πεθαίνει / με την καταχνιά μπροστά του / και την ξαστεριά στο αίμα.
«Μια φιγούρα, ένας τύπος διαδόθηκε στην οικουμένη. Και μπορεί ποτέ ακέριοι λαοί να λαθεύουν;» – Ένα κριτικό κείμενο και δυο ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα για τον Σαρλό-Τσάρλι Τσάπλιν
Μια μέρα δεν ήρθε… και το προσέξαμε. Ούτε την ακόλουθη… κι αναρωτηθήκαμε. Την τρίτη ρωτήσαμε; «Γιατί; μην ήταν άρρωστος;». «Μπορεί… Τα σκυλιά κρύβουνται όταν είναι άρρωστα…».
“Χέρι βαρύ, αρπακτικό/ της γης τον πλούτο συγκεντρώνει/ λίγοι να τον γεύονται…” – Δυο ποιήματα του Στρατή Γαλιάτσου
«Εμείς,/ καθένας από μάς,/ κρατάμε μέσα στη γροθιά μας/ τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος…» – Αποσπάσματα από τον πρόλογο του Γιάννη Ρίτσου στην έκδοση «Μαγιακόβσκη – Ποιήματα» και το ποίημα «Σύννεφο με παντελόνια» σε απόδοση του ίδιου.
“Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές των πετρωμάτων σάμπως να ’σουν σίγουρος πως θα ’ρθει μια μέρα όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους.”