“Στις εξομολογήσεις της έλυνε την εσωτερική πανοπλία της ευαισθησίας της και σαν θεότητα μου εξιστορούσε στιγμιότυπα της ζωής της και τα πάθη της. Μιλούσε με έναν τρόπο περήφανο, φυσικό, χωρίς ίχνος συναισθηματολογίας ή μελοδραματισμού…”
Είναι σύνθημα στα πανό μας. Είναι τραγούδι στα χείλη μας… Ήταν ένας ποιητής «που υποδυόταν τον στιχουργό και άλλαξε τη ρότα του μεταπολιτευτικού τραγουδιού», έλεγε χαρακτηριστικά ο Θάνος Μικρούτσικος, ο οποίος τον «ανακάλυψε» στιχουργικά και έχει μελοποιήσει δεκάδες τραγούδια του.
«Εδώ είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσω της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ».
“Στο ψέμα σας δε θέλω πια να μείνω, να στέργω, να κοπιάζω, να πεινάω, να ζω μέσα στο πένθος και στο θρήνο κι ένα θεό νεκρό να προσκυνάω…”
“Στο σύντροφο Σταύρο Λίτσα, που έφυγε πολύ νωρίς και που μια φράση του στην Τομεακή μας Συνδιάσκεψη γέννησε αυτό το ποίημα.”
“Τα Ρεμπέτικα πάθη της Σωτηρίας”: Ένας ύμνος – φόρος τιμής στη Σωτηρία Μπέλλου, το μελοποιημένο από τη Νάντια Καραγιάννη ποίημα του Γιώργου Ηρακλέους. Το τραγούδι ερμηνεύει η Νάντια Καραγιάννη.
Ποιο είναι το αντίδοτο στον φόβο; Πότε εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια πως το όραμα της ισχυρής Ελλάδας μέσα στο Ευρώ είχε πήλινα πόδια; Γιατί η παγκόσμια υγειονομική κρίση δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία; Τι κάνει το κεφάλαιο σε κάθε κρίση; Τι είναι ευτυχία; Με αφορμή το νέο του βιβλίο «Ξερολιθιά», ο Βασίλης Τσιράκης σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.
Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός από νεαρή ηλικία εντάσσεται και παλεύει με το εργατικό-λαϊκό κίνημα, παίρνει μέρος από τις γραμμές της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ στην Αντίσταση του λαού μας κατά της φασιστικής Κατοχής και γίνεται μέλος του ΚΚΕ.
Ο πολύπλευρος πόλεμος που άνοιξε προς όλους εκείνους που τύφλωναν κι’ αδικούσαν το λαό κι’ οι ιδέες του οι ασυμβίβαστες με τα καθιερωμένα, τον έφεραν σ’ αντίθεση με το περίγυρό του, με την τάξη του και με την ίδια του την οικογένεια.
Θυμήθηκε πως μικρός μιλούσε στο ρέμα, μιλούσε στα βατράχια και φανταζότανε ότι του απαντούσαν αυτά. Είχε κει φίλους, που με το νου του έκανε να υπάρχουν και τους φώναζε, τους φύλαγε να τους δώσει πολλά πράγματα ασήμαντα, τώρα, που εύρισκε στο δρόμο, σημαντικά τότε όμως.