Παναγίτσα μου, βάλε το χέρι σου να μη βρεθούν ποτέ πετρέλαια στην πατρίδα. Τότε είναι που δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι…
Σαν σήμερα, στις 23 του Σεπτέμβρη 1973, έφυγε από τη ζωή βαριά άρρωστος ο Χιλιανός κομμουνιστής ποιητής Πάμπλο Νερούδα. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό από τη χούντα του Πινοσέτ.
Ψάχνουμε για σταγόνες καλοσύνης βουτηγμένοι στον ωκεανό της αδικίας. Τα δάκρυα μου σήμερα έχουν το όνομα αυτών που αδικήθηκαν.
“Αντίο απαραβίαστο του ατόμου μου, αντίο απλό ζεστό μέλλον, αξιέπαινες φιλοδοξίες, αντίο αθωότητα.”
“…οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους κι όσο μακριά και να κοιτάξω βλέπω γονατιστούς ανθρώπους λες κάνουνε την προσευχή τους…”
Ένα ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη
Η Βούλα Δαμιανάκου γράφει για τις τελευταίες μαρτυρικές στιγμές του πατέρα της που δολοφονήθηκε μετά από φριχτά βασανιστήρια από Έλληνες φασίστες υμνητές του Χίτλερ, και ο Βασίλης Ρώτας καταθέτει μερικούς στίχους στη μνήμη του πεθερού του Αντώνη Δαμιανάκου.
Την πείραζε που κανείς από δαύτους δεν ήταν ικανός να αναγνωρίσει την αξία της, που εκεί μέσα κανείς δεν εντυπωσιαζόταν ούτε απ’ τα πτυχία της, ούτε απ’ τα λεφτά της, ούτε απ’ τις υψηλές γνωριμίες της. Την πείραζε που στο σπίτι εκείνο ήταν μια κομπάρσα…
Είναι το τέταρτο από τα τέσσερα ποιήματα της πρώτης του συλλογής (1913), ένα ποίημα που επανειλημμένα έχει γίνει αντικείμενο επικρίσεων από τους -για διάφορους λόγους- επιτιμητές του.
Με την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος στη Χιλή, ο Πάμπλο Νερούδα γράφει το ποίημα «Σατράπες». Λίγες μέρες αργότερα θα φύγει από τη ζωή…