“Καλέ παππούλη, καλέ σύντροφε, καλέ παιδόπουλο μπάρμπα Βασίλη, ντουφέκια κλέφτικα ελασίτικα κρέμονται στα κλαδιά του τραγουδιού σου…”
Ο κομμουνιστής θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, πεζογράφος Βασίλης Ρώτας, ήταν πάνω από όλα ένας αγωνιστής. Το μεγάλο σχολείο για εκείνον ήταν η φτώχεια, αλλά μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε μιζέρια, υπήρχε πνευματικότητα και θέληση για αγώνα…Ένας αγώνας που εμπλουτίζεται καθημερινά από τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις ελπίδες και τα όνειρα του εργαζόμενου λαού.
“…Θ’ ανάψω το θυμιατήρι να μυρώσει ο τάφος σου Άλλωστε πάντοτε περπάταγες την άνοιξη Μες στις πασχαλιές ……………………………………………………………. Θ’ ανάψω φύλλα δάφνης να γεμίσει δόξα ο ουρανός.”
“…Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν να μάθουνε που βρήκα τη μπογιά Οι τοίχοι του κελιού το μυστικό το κράτησαν…”
Το ξυπνητήρι ήχησε την καθορισμένη ώρα. Στις επτά. Η Β. μητέρα και καλή νοικοκυρά πετάχτηκε από ένα κακό όνειρο και βρέθηκε τρομοκρατημένη στην κουζίνα.
“Του άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο. Δεν πήγαινε στο γήπεδο, αλλά από την τηλεόραση δεν έχανε ποτέ τα ματς όποτε είχε αγγλικό ποδόσφαιρο, που του άρεσε πολύ, ακριβώς γιατί ήταν «δυνατό» ποδόσφαιρο, με τους Εγγλέζους διαιτητές να μη σφυρίζουν τόσο συχνά «τάκλιν» που για τα δικά μας δεδομένα εθεωρούντο άγρια…”
Ονομάζομαι τάξη Είμαι μυριάδες κύριοι Δικαστές και ζητώ να τους δικάσετε. Καταδικάστε τους σε αφανισμό κρεμάστε τους με το κόκκινο νήμα που ξετυλίγεται από τις καρδιές αυτών που πέθαναν πριν από μένα/ είναι μυριάδες.
“Κάθε σμπαριά και είκοσι. Διακόσιοι όλοι μαζί. Και του Σκοπευτηριού η γης ρουφούσε άλικο αίμα, που τα φασιστοτέρατα οι γερμανοί ναζί ξέσκιζαν σάρκες και καρδιές. Όχι όμως και το πνεύμα…”
«Το Χέρι», του σημαντικού μα σχεδόν άγνωστου Ευρυτάνα ποιητή Θόδωρου Σκουρλή, έγινε έναν καιρό πανεργατικό εμβατήριο.
Ψάχνανε να βρούνε το σκοινί…Τα βάζανε με κάποιον Μπάμπαλη και με κάποιο Μάλλιο, που είναι τσαπατσούληδες. Κάνουνε τη δουλειά τους και αφήνουν τους άλλους να σπάνε τα αρχίδια τους. Κάποιος μου είπε να μην κοιτάζω σαν μαλάκας και να ψάξω και εγώ. Ο Σπανός διαφώνησε και είπε να κάτσω εκεί που καθόμουνα, δεν τους χρειαζόταν η βοήθειά μου. Τελικά βρέθηκε το σκοινί…