“Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.”
Η ευαισθησία και η ανθρωπιά του Παπαδιαμάντη, η έγνοια και η αγάπη του για τον φτωχό, τον κατατρεγμένο, τον πονεμένο, πλημμυρίζουν τους στίχους των ποιημάτων του και δίνουν το ερέθισμα στους συνθέτες να μας προσφέρουν όμορφα τραγούδια.
Κι αύριο μην υψώσετε λάβαρο της συγγνώμης για τα καταραμένα μπάσταρδα του λύκου και για τ’ αδέρφια του φιδιού γι’ αυτούς που ήρθαν ως εδώ βαστώντας μέχρι και το στερνό λεπίδι τους και ρήμαξαν το ρόδο.
“…γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι πρόσφυγες βρωμομετανάστες ζητιάνοι ασύλου που ρουφάτε τη χώρα μας αράπηδες με τα χέρια απλωμένα μυρίζετε περίεργα, απολίτιστοι κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε να κάνετε και τη δική μας…”
Όλοι είναι εδώ, σε μιαν ατμόσφαιρα ξέχειλη από ευχές, από παρακλήσεις και από ευλογίες, μα εμένα μου έρχονται δάκρυα καυτά στα μάτια γιατί εσύ λείπεις σύντροφε κι αυτή η μακρόχρονη απουσία σου με πονά!
“Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι αποκριάτικο γεμάτο μίσος το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα μαχαιρωμένο…”
Δεν ανήκουν σε αυτόν το στάβλο, όλοι εκείνοι που για κάποια χρήματα ή λίγη δόξα, για ένα πορτοφόλι, μια σάρπα, μια κορδέλα, μετατρέπουν τις πεποιθήσεις τους σε άχυρα κάτω από τα πόδια των μεγάλων;
Αν γράφαμε έναν στίχο κάθε μέρα. Αν φυτεύαμε ένα λουλούδι κάθε μέρα. Μα με τα αν δε γράφεται ιστορία
“Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο, δε φύγαμε γιατί το θέλαμε, λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν…”
“Μιλώ μέσα από μια οικογένεια προλεταρίων της Θεσσαλονίκης, που ζούσε σ’ ένα περιβάλλον προλεταριακό…Έτσι δίνω την άποψη της τάξης μου απέναντι στις άλλες τάξεις της πόλης…Αρκετές φορές αντιμετώπισα λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης που διαρηγνύαν τα ιμάτιά τους λέγοντας «μα θα βάλουμε την πολιτική στη λογοτεχνία;»”