“Πάρα πολλοί σε αυτόν τον αγώνα σκληρό, Έχοντας βγάλει αυτά τα παρθένα εδάφη από την αιώνια λήθη Τάφο (οι)κονόμησαν στόν εαυτό τους φτωχό. “
Η δολοφονία του Λόρκα ήρθε να επιβεβαιώσει ακόμα μια φορά, την αλήθεια πως ο φασισμός μισεί θανάσιμα το πνεύμα και τους πνευματικούς δημιουργούς. Επιδίωξή του είναι να γυρίσει την ανθρωπότητα πίσω, στην κατάσταση του κτήνους.
Η Κατίνα Συμεωνίδου, έζησε τα γεγονότα κοριτσάκι, αλλά βοηθούσε – όπως όλα τότε – με όποιο τρόπο μπορούσε στην Αντίσταση. Ήταν γνωστή στην περιοχή για τη δράση της – και αργότερα βεβαίως. Αποφάσισε να γράψει αυτό το ποίημα από την καρδιά της, όπως είπε.
Σολάριουμ και ρατσισμός του χρώματος του δέρματος
Αιρετικός, δαιμόνιος και ανατρεπτικός. Δεν έμπαινε εύκολα σε καλούπια, ονειρευόταν βαθιά και αισθαντικά έναν κόσμο αλλιώτικο, αντισυμβατικό, με περισσότερη δικαιοσύνη και λιγότερη υποκρισία. Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1920.
Τώρα θα μου πείτε, τι ψάχνεις ετούτα και μπερδεύεις τα παλιά με τα καινούρια. Εντάξει, βρε παιδιά, εγώ έτσι σαν απλή κουβεντούλα και να ξέρετε ότι όποιος δεν έχει παρελθόν δεν έχει και μέλλον…
Γέμισε με πνοή τους «σκουριασμένους μεντεσέδες» χαρακτήρων που καμωνόντουσαν τους προοδευτικούς και τους πρωτοπόρους. Πολέμιος του ναζιστικού καθεστώτος και υποστηριχτής κάθε προσπάθειας συνύπαρξης και αλληλεγγύης μεταξύ των λαών, συνειδητοποίησε από νωρίς αυτό που ερχόταν και το πολέμησε με όλες του τις δυνάμεις.
Μισείστε με γιατί παρέμεινα άνθρωπος αλλά Αγαπήστε με γιατί λιμπίζομαι να γίνω θεός!!!
Ο Τσε δεν ήταν απλά ένας πιστός, φανατικός αναγνώστης της ποίησης. «Δοκιμάστηκε» απέναντί της γράφοντας ο ίδιος στίχους. Δεν διεκδίκησε από την ποίηση τίποτα περισσότερο πέρα από τη σχέση που απλωνόταν ανάμεσα στα όρια του σεβασμού και της απεριόριστης αγάπης.
Ο αγωνιστής ο συνετός, ο δάσκαλος, με τη βαλίτσα στο χέρι Θα στέκει φάρος κι οδηγός μέχρι το κόκκινό μας καλοκαίρι