“…Είλωτες μιας ζωής αλλότριας γινήκαμε Σέρνοντας το βιός μας με κοφτές ανάσες φοβούμενοι μη μας στερήσουν τη φυλακή μας. Και πώς αναπνέει κανείς έξω από ένα κελί;…”
− Σιώπησες και δε μιλάς… γιατί;
Ο Τσε αγαπούσε την ποίηση. Στο στρατιωτικό του σακίδιο κουβαλούσε πάντα ένα σημειωματάριο με στίχους των αγαπημένων του ποιητών, που τον συντρόφευαν στην ανάπαυλα της μάχης.
Κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς θα γινότανε. Το μόνο που ήξεραν ήτανε πως το διπλανό σπίτι, ισόγειο κι αυτό, χαμηλό, πουλήθηκε. Και μάλιστα μοσχοπουλήθηκε. Ο νέος ιδιοκτήτης, ένας πολύ πλούσιος, θα το γκρέμιζε. Τι θάφτιαχνε ύστερα; Κανένας δεν ήξερε.
Τον Νοέμβρη του 1944 μια φωτογραφία που απεικονίζει μια νεαρή μαυροφορεμένη γυναίκα να κλαίει, προκαλεί αίσθηση στην αμερικανική κοινωνία. Λίγους μήνες πριν, στις 10 του Ιούνη 1944, στο Δίστομο Βοιωτίας είχε συντελεστεί από τους Γερμανούς ναζί καταχτητές μια ανείπωτη θηριωδία, που δύσκολο να βρεθεί όμοιά της…
Μια ιστορία αφιερωμένη στα 2 χρόνια της “Κατιούσα”, από τη λογοτέχνη Βαγγελιώ Καρακατσάνη
Σήμερα η πραγματικότητα όσο πλαταίνει μεγαλώνει την πληγή των λυπημένων.
Τον Κ. τον γνώριζα πολύ καλά. Ήταν πασίγνωστος βασανιστής, αστυνόμος στη διάρκεια της χούντας, υπεύθυνος του «Γραφείου Πνευματικής Κινήσεως», αστυνομία σκέψης δηλαδή. Πριν τη δικτατορία η κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου τον μετέθεσε δυσμενώς στην Κέρκυρα. Τρεις μέρες μετά το πραξικόπημα επανήλθε στη Γενική Ασφάλεια στην Αθήνα. Ήταν σκληρός ακροδεξιάς, βίαιος, με ελαφρά γκρίζους τότε κροτάφους, γύρω στα σαράντα.
Ο Ναζίμ Χικμέτ πέθανε προσπαθώντας να εξηγήσει με την στρατευμένη του τέχνη εκείνο το πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, το μικρόκοσμο που αλυσοδένει τους ανθρώπους και δεν τους επιτρέπει να βαδίζουν μπροστά. Πέθανε σαν σήμερα αλλά με την ποίησή του κατάφερε να ανοίξει τη πόρτα της αθανασίας.
“…το καλοκαίρι μύρισε· προσμένουν οι αμμουδιές και τα πριάρια,
πριν έμπεις, άθεη χειμωνιά, να γίνουν εκκλησιές· οι ερωτεμένοι λειτουργοί και τα φιλιά τροπάρια.”