«Γιατί αυτή τη μαγεία έχει αυτή η ποιητική συλλογή. «Έκλεψε» λίγη αστρόσκονη από τους έρωτες του κόσμου, φύσηξε μια δυο φορές στις σελίδες κι «έντυσε» τις λέξεις με συναίσθημα και μνήμη.»
Φανταστείτε, αλήθεια, ένα τέτοιο λουλούδι, τόσο κόκκινο, τόσο γεμάτο αίμα, τόσο γεμάτο φως, πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου της γκρίζας πολιτείας, που ’ναι φτιαγμένη από τσιμέντο, άσφαλτο και σίδερο. Φανταστείτε μια παπαρούνα στο πεζοδρόμιο της οδού Σταδίου. Κάτι τέτοιο…
Τη μέρα που θα πέθαινες θα σε απόθετα ολόγυμνη στη γη για να σκορπίσεις άχραντη στο χώμα, για να μπορώ το δέρμα σου να το γεμίζω με φιλιά μέσα στους χίλιους δρόμους, για να σου πλέκω τα μαλλιά σπαρμένα σε όλα τα ποτάμια.
“…Όλο για σένα γράφω και δεν τελειώνω Το σπίτι έγινε κόνισμα απ’ τη μορφή σου…”
Σιγή. Μονάχα μια ανεξήγητη ροπή προς τα μπρος. Μια παρόρμηση που δίνει στο βήμα μου την δύναμη χιλιάδων ποδιών. Στο κράτημά μου χιλιάδων χεριών. Στη φωνή μου χιλιάδων φωνών. Και ξάφνου, εκεί στην άκρη του κενού ένα χέρι. Το χέρι του Συντρόφου.
«Σοβιετικές γνωριμίες» τιτλοφορείται το πρώτο βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου που εκδόθηκε το 1954 από τις ΠΛΕ. Περιέχει πέντε διηγήματα τα οποία συνθέτουν έναν ύμνο στο σοβιετικό άνθρωπο. Μέσα σε παρένθεση αναφέρεται και το ψευδώνυμό του, Σφυρής.
“Και να που φτάσαμε εδώ χωρίς αποσκευές μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι…”
Το πρόσωπό της φωτίστηκε και πάλι… Τα μάτια της έλαμψαν από περηφάνια… Όχι, το εγγονάκι της δεν το λένε Θησέα… Κοριτσάκι είναι κι έχει τ’ όνομά της! Ελπίδα τη λένε, Ε λ π ί δ α!…
– Μπάνχοφ. Βιάστηκε να πει ο μετανάστης. – Τι είναι αυτό; Απάντησε ειρωνικά ο εισπράχτορας. – Μπάνχοφ, ξανάπε ο μετανάστης. – Δεν ξέρω κανένα «Μπάνχοφ», είπε ο εισπράχτορας κοροϊδευτικά και μιμούμενος την κακή προφορά του ξένου. Μια ομάδα νεαρών με πέτσινα μαύρα σακάκια χασκογελούσαν με τη συζήτηση…
Από αύριο και για πάντα πάνω σ’ αυτή τη γη εμείς οι άνθρωποι Δεν θα ξέρουμε άλλο βάρος εξόν αυτό της ευτυχίας