Ποτέ η Μαρία Πολυδούρη, που αγάπησε τόσο παράφορα τον Καρυωτάκη, δεν τον αγάπησε τόσο όσο πόνεσε για το χαμό του. Και δεν αντιπροσώπευε γι’ αυτήν έναν τυφλό έρωτα. Ήξερε τη ζωή, εγνώριζε τους ανθρώπους και τους άντρες. Κι όσο πιο πολύ γνώριζε και πλούταινε, τόσο κι ο ποιητής ανέβαινε στη συνείδησή της και γινότανε ασύγκριτος και αναντικατάστατος.
Γιατί δε γράφεις, Μεγάλε Ποιητή, κι ένα ποίημα, Που να γίνει σπαθί στα χέρια των σκλάβων… Να γίνει ρομφαία των φτωχών και των αδικημένων… Να γίνει κόκκινη σημαία κι εμβατήριο των προλετάριων όλου του κόσμου; Αν δεν τολμάς γι’ αυτά να γράψεις ή απαξιείς, τότε… δεν είσαι Ποιητής!
Σαν σήμερα, στις 29 του Μάρτη 2005, έφυγε από τη ζωή ο Μίλτος Σαχτούρης. Ο Σαχτούρης άφησε βαθύ το αποτύπωμά του στην ποίηση και μέσα από αυτή σε όλους όσους κοινωνούν με το έργο του. Ένας από τους καταλληλότερους να μιλήσουν για τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη, είναι ένας άλλος ποιητής, ο Γιώργος Κακουλίδης.
Όλοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στεκόντανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο.
Σαν σήμερα, στις 28 του Μάρτη 1969, δυο χρόνια πριν το θάνατό του, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης μοιράζει στους ξένους δημοσιογράφους την παρακάτω ανακοίνωση, με την οποία καταδικάζει το δικτατορικό καθεστώς της Χούντας. Την ανακοίνωση διαβάζει ο ίδιος στο ραδιόφωνο του BBC.
“Ο Βουτυράς, μέσα στις πιο τραγικές περιπέτειες του έθνους, δεν αποτραβήχτηκε στην άκρη, μα δέχτηκε κ’ έζησε με το λαό το δράμα του λαού. Δεν ήθελε να «ελίσσεται», ν΄ αποφεύγει τις κακοτοπιές και να ζητάει τη σωτηρία τη δική του γλύφοντας ξένες και ντόπιες πατούσες…”
Τη νύχτα 26 προς 27 του Μάρτη 1964, βρέθηκε νεκρός ο προλετάριος ποιητής και αγωνιστής Φώτης Αγγουλές. Ο Αγγουλές υπήρξε ο κομμουνιστής με την βαθιά ταξική συνείδηση, που υπηρέτησε την τάξη του θέτοντας την ίδια του τη ζωή σε κίνδυνο, μαχόμενος αλύγιστος απέναντι στον φασίστα καταχτητή και σ’ αυτούς που αιώνες επιβουλεύονται τα δίκια και τα συμφέροντά της.
Στα χνάρια που πισωπατάς Πρωτοκαπεταναίοι.
Λάδι για το καντήλι τους (κι αν είναι μπορετό) λίγη ρακή ζητούν.
Σας παρακάλεσαν να μην τη λησμονήσετε πως μας ανήκουν τα αετόμορφα βουνά της μα εσείς τα σπίτια τα λευκά λεηλατήσατε αυτά που έχτισε με το αίμα του ο εργάτης.
Και τι είναι ο έρωτας; Κάποιος που υποσχέθηκε να περιμένει κάποιον που υποσχέθηκε να γυρίσει. Στο τέλος, κι οι δύο βγαίνουν ψεύτες.