Ο ίδιος ο Νικολάς Γκιγιέν εμπιστεύτηκε στον Γιάννη Ρίτσο την ανέκδοτη ακόμη γαλλική μετάφραση του «Μεγάλου ζωολογικού κήπου» που έγινε απ’ τον Αϊτινό ποιητή Ρενέ Ντεπέστρ. Σ’ αυτήν στηρίχτηκε η ελληνική απόδοση. Στη συλλογή αυτή ο Γκιγιέν ασκεί μια οξύτατη σάτιρα για τα λογής λογής ανθρωποφάγα «ζώα» που γεννά η καπιταλιστική κοινωνία…
Ενθουσιώδης υποστηρικτής της επανάστασης αρχικά, στη συνέχεια αποστασιοποιήθηκε από το όραμά της και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την πένα του για πολεμική εναντίον του, προτιμώντας όμως τελικά ένα “συναινετικό” διαζύγιο με τη σοβιετική εξουσία, παρά την ανοιχτή ρήξη.
μια μηχανή είναι απλώς μια μηχανή αλλά ο εργάτης που πέφτει είναι ο ίδιος με τον εργάτη που την επόμενη μέρα θα αναλάβει το κενό πόστο τα σημάδια από το αίμα είναι σημάδια κι απ’ το δικό του αίμα
Χρειάζουνται λεφτά, λεφτά. Πού θα βρεθούνε; ο κόσμος δεν αγοράζει βιβλία. Όλοι με κοροϊδεύουνε, όλοι με παίρνουνε για τρελό με τη δουλειά αυτή που καταπιάστηκα. Μα σαν το βλέπανε τελειωμένο και μαθαίνανε το μεγάλο σκοπό μου, θα με λέγανε τότε τρελό; μουρμούριζε ένα δειλινό καθισμένος πάνω σε μια πέτρα με τα μάτια γυρισμένα προς τη θάλασσα, μακρυά…
Οι δύο εκδόσεις του ζωγράφου Τάκη Βαρελά Το «Σημειωματάριο Ανησυχίας» και «Στα café της αναμονής», από τον εκδοτικό οίκο ΕΝΤΥΠΟΙΣ αποτελούν την προσωπική κατάθεση σχεδίων και σημειώσεων που πυροδοτούσε η καθημερινότητα του, στα café και εκεί που συναντιούνται ή συχνάζουν οι άνθρωποι για να κοινωνούν τις ανάγκες τους.
στέκεται ακόμη ντυμένη απόκρημνα. Την λεν μαρία και Μάγδα περισσότερο, και άλλα ονόματα πολλά ή δεν την λεν καθόλου. Γύρω θηρία κι ουρλιαχτά, κριτές κι επικριτές. Από ποια σπηλιά γυρίζεις, πες μου / Τι δεν είδες, τι δεν βρήκες / Ποιός δρόμος ράγισε, ποιό φως /πες μου φωνάζω σε πιστεύω…
Σε κάμπο ανθισμένο κρατήσου, Εκεί που τις μάχες σου δίνεις· Για όσα ποτέ δεν προδίνεις Θα παίζεις διαρκώς τη ζωή σου. (Χοσέ Μαρτί, Απλοί Στίχοι)
Εκείνος που ’πεσε − ίσως και να ’τανε συνεχώς ανύποπτος στους μελλοντικούς και πραγματικούς σκοπούς του, − δεν κατείχε κανέναν πυλώνα ενώ γνώριζε πότε αλλάζει φέρσιμο το σίδερο
“…Ποιος χτυπάει το τζάμι; Ένα πουλί! Φαντάστηκες ποτέ πουλί τόσο επίμονα με τη μύτη τικ τικ, τικ τικ κι έπειτα πάλι: τικ τικ… Τι θέλει το πουλί απ’ το δωμάτιο;…”
Την σπίθα έκλεψα την έκαμα φωτιά και μ’ έδεσαν οι θεοί στην μαύρη πέτρα, να μην ανάψω των ραγιάδων την καρδιά, να μην αλλάξω της ζωής τ’ άδικα μέτρα.