Οκτώβρης 1917 – Οκτώβρης 2018. Πρώτη επέτειος της δεύτερης 100ετίας. Ο κόκκινος ήλιος με τον οποίον ο ρωσικός λαός έδιωξε τα επίγεια σκοτάδια εξακολουθεί να φωτίζει και να ζεσταίνει τον κόσμο της δουλειάς, τυφλώνοντας την αστική τάξη που ζει εις βάρος του.
Στη βάρκα του Λίνου τέσσερις λαβωμένοι κι ανάμεσά τους η Βάσω, πιο βαριά. Η Βάσω!… Ψηλή, ξανθιά, όμορφη κι όλο γελούσε. Για να δεις πράγματα: γελούσε! Φλερτάριζε κιόλας κι ας είχε ανάπηρο σύντροφο. Φλερτάριζε, που γελούσε, δηλαδή… Αυτή ήταν όλη κι όλη η αμαρτία της…
Ο μικρός ράφτης της Σούρπης ονειρευότανε. Τον κόσμο – τον εαυτό του μέσα στον κόσμο. Ονειρευόταν. Αυτό που βρίσκεις εσύ να λείπει στο καφενείο, να λείπει στα κόμματα τα σημερινά. Ο μεγάλος μύθος. Ο ακέριος…
Κεφάλαια πήραν κεφάλια ανάλογης αξίας γιατί έτσι σφραγίζονται οι φιλίες παιδιά που πλούτισαν πριν γεννηθούν από παιδιά που δούλεψαν πριν περπατήσουν
Τώρα όμως έχουν περάσει δυόμιση μήνες από τότε που διοργάνωσε για πρώτη φορά το τραπέζωμα αυτό της γειτονιάς – δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το αποκαλέσει συσσίτιο, γιατί έβρισκε τη λέξη αυτή στεγνή και δεν μπορούσε να την καταπιεί
Ο Ρίτσος καταφέρνει να κάνει ποιητικό κάθε τι μη ποιητικό. Αμακιγιάριστες εικόνες που μιλούν στην καρδιά του λαού!
Ο Ρεμπώ βρέθηκε στο νησί από τον Δεκέμβρη του 1878 μέχρι τον Ιούνη του 1880, με ένα ενδιάμεσο σύντομο ταξίδι στην Αίγυπτο.
Είμαι κι εγώ ένα παιδί ταλαιπωρημένων αριστερών αγωνιστών. Τα επισκεπτήρια στις φυλακές και στα τμήματα μεταγωγών αποτελούσαν μέρος της καθημερινής μας ζωής όταν ήμαστε παιδιά. Ο πατέρας μου ήταν από τους τελευταίους αντάρτες της Πελοποννήσου που πιάστηκαν μετά το τέλος του Εμφυλίου. Προσπάθησε να περάσει τον Ισθμό κολυμπώντας κι έπεσε σ’ ένα περίπολο της χωροφυλακής…