Ήτον ως δεκάξη δεκαεφτά χρονών κόρη, ντροπαλή, λιγομίλητη, σεμνή, ροδοκόκκινη στο πρόσωπο και χαριτωμένη, γιομάτη χυμό και νιότη, με δυό καστανά γλυκά μάτια, με καλοκαμωμένο κορμί, μεστούς κόρφους και θρεμμένα κνήμια, καθώς δείχνονταν τούτα ως απάνου ξέσκεπα, όταν ευρίσκονταν καβάλα το φουστάνι της δε βολούσε να πέφτη κάτου και κάτου.
Η μουσικότητα των στίχων του Γκιγιέν, που πηγάζει από τις παραδόσεις της Καραϊβικής και προεκτείνει τους ρυθμούς της, χαρακτηριστικό σημείο αναφοράς (γνώριμο στους φίλους της Κατιούσα) από την πρώτη του κιόλας συλλογή, δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και το σκληρό, επιβλητικό μουσικό τοπίο της Λατινικής Αμερικής, αλλά και της Ισπανίας.
Το κράμα ανατολίτικης φιλοσοφίας και ψυχανάλυσης άσκησε μεγάλη επίδραση, τόσο στον εποχή του, όσο κυρίως στα “παιδιά των λουλουδιών” της δεκαετίας του ’60.
“Το νερό εκεί που βράζει σαν το όριο ξεπεράσει το καπάκι θα πετάξει το πε ο Μαρξ κι έγινε πράξη”
Οι φίλοι σου είναι το εισιτήριο για να μπεις σε μια πόλη. Να μπεις σ’ ένα θέατρο και σ’ ένα ιπποδρόμιο. Μοιάζουν να χάνονται σιγά σιγά, όπως αν αφήσεις τη φωτογραφία πολύ καιρό στον ήλιο. Αυτούς τους φίλους δεν θα τους ξαναβρείς.
Ο Γιάννης Δημογιάννης μάς διηγείται έναν εφιάλτη- σήριαλ!
Γραμμένο στη διάρκεια του αντάρτικου, και με υπέρτιτλο «Τύποι του στρατού μας», το κείμενο μάλλον προοριζόταν για δημοσίευση σε αντιστασιακό έντυπο της Κατοχής είτε και δημοσιεύτηκε αλλά το αγνοούμε.
Σαν ήρθε η ώρα για να δούνε των γεγονότων τον χαβά βρήκανε ασύμμετρη τη μοίρα, ευθύνη παντού και πουθενά. Και με το φως της κάθε μέρας ρωτάμε τι πώς και γιατί Πώς να τα φέρουμε σε πέρας, το χρέος, την αλήθεια, την τιμή.
Το Αιγαίο, σειρά διηγημάτων που ο Ηλίας Βενέζης έγραψε το 1941, φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα: θερμή κι αθόρυβη αγάπη για τον άνθρωπο, φιλοσοφημένη διάθεση, χαμηλότονη γοητεία γραφής και, βέβαια, αυτή την έντονη νοσταλγία επιστροφής προς την πατρίδα που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου του.
Ο Βενέζης βίωσε στο πετσί του τη δραματική κατάρρευση του μεγαλοϊδεατισμού της ελληνικής αστικής τάξης, τόσο ως αιχμάλωτος στα διαβόητα “αμελέ ταμπουρού”, όσο και μετέπειτα ως πρόσφυγας στην Ελλάδα. Οι εμπειρίες του αποτέλεσαν τον καμβά των σημαντικότερων δημιουργημάτων του.