Ω, μητέρα!… Γυναίκα μοναδική που γέννησες κάποια αυγή τις δικές μου μέρες, που απελευθέρωσες το φως του ήλιου στα δικά μου μάτια
Η Στέπα του Αντόν Τσέχοφ κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1888 και θεωρείται από τα πιο δημοφιλή πεζογραφήματά του. Το 1960 η Έφη Πλιάτσικα – Πανσελήνου επιμελήθηκε λογοτεχνικά τη μετάφραση της Στέπας από τα ρωσικά. Η μετάφραση άρχισε να δημοσιεύεται στις 15 Μαρτίου 1960 και ακολούθησαν δεκατέσσερις συνέχειες. Ο Θανάσης Νιάρχος συγκέντρωσε τις συνέχειες και το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του πήρε μορφή σε μια καλαίσθητη έκδοση που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2018 από τον Καστανιώτη.
“Το σημαντικότερο είναι να συγκινήσεις, πάει να πει να πείσεις με συναισθηματικό τρόπο. Και πάνω απ’όλα να δώσεις στον αναγνώστη την ευκαιρία να συμπληρώσει την ιστορία. Με μια λέξη: Να είσαι υποβλητικός”.
Η 9η Μάη 1945 είναι καταγεγραμμένη στην ιστορία ως η μέρα που παραδόθηκε άνευ όρων η ναζιστική Γερμανία. Είναι η μέρα λήξης του Β’ Παγκόσμιου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου. Λίγες μέρες πιο πριν την 1η Μάη 1945 η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο καρφώνεται στο Βερολίνο, στην καρδιά του ναζιστικού κτήνους.
Όταν ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του 19ου αιώνα συνάντησε το μεγαλύτερο ποιητή του 16ου αιώνα.
Πιστός υπερασπιστής του λαού. Στέκει αναμφισβήτητα πλάι στο μεγάλο μας Γληνό. Δάσκαλος κι αυτός του λαού. Δάσκαλος του Έθνους. Συχνά έλεγε: Ήθελα τα παιδιά να μορφωθούν και να αποκτήσουν πρακτικές δεξιότητες. Όμως όχι για τον εαυτό τους. Όχι για να ικανοποιήσουν τον εγωισμό τους. Τι να τα κάνουν όλα αυτά, αν δεν διαθέτουν τη μόρφωση και τις ικανότητές τους για το καλό των άλλων, του συνόλου, της κοινωνίας.
Και σ’ αυτήν τη Πρωτομαγιά οι στίχοι μου πολυβόλα να γαζώνουν στο σάπιο οικοδόμημα πέτρα να μη μείνει
Δυο ποιήματα που γράφτηκαν για τον Γιάννη Ρίτσο, από τον Οζντεμίρ Ιντζέ, Τούρκο ποιητή, συγγραφέα, δημοσιογράφο και μεταφραστή του ποιητή της Ρωμιοσύνης. Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε σαν σήμερα, την Πρωτομαγιά του 1909, στην Μονεμβασιά.
Η μέρα σήμερα είν’ όμορφη, σα μικρή νυφούλα. Η φύση δεν κλαίει. Στολίστηκε! Κι η στιγμή του τέλους πλησιάζει. Η Αθήνα στο ποδάρι! Όλα σπαράζουν. Άγριο κύμα είναι το μίσος, ο οδυρμός κι ο βόγγος. Κι όσο πλησιάζει κανείς στον τόπο του μαρτυρίου και της θυσίας. Παγκράτι, Βύρωνα, Καισαριανή, σ’ αυτό το συνοικισμό πιότερο, εδώ σιμά στο Σκοπευτήριο, στο Θυσιαστήριο, τρέμει το χέρι, σαλεύει το μυαλό, χάνεται ο άνθρωπος, εκμηδενίζεται, δεν υπάρχει…
Βλέπω το φίλο να σηκώνει κάτι με τα χέρια του και να το εναποθέτει στα χορτάρια, μακριά από την άσφαλτο. Πλησιάζω. Εντέλει, πρόκειται για τρία κουταβάκια. Το ένα είναι εμφανώς πεθαμένο ή πιο συγκεκριμένα πατημένο. Έμεινε ένα ακόμη να κλαψουρίζει στην άσφαλτο δίπλα του με κλειστά τα ματάκια του.