Η Ζωή Βαλάση κατορθώνει να δώσει όχι μόνο πτυχές από τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία, αλλά και να θίξει με ιδιαίτερη ευαισθησία ζητήματα της νεοελληνικής ιστορίας και των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων. Πολύ όμορφη ιστορία με χιούμορ και παιδική αθωότητα, χωρίς καθόλου διδακτισμό και κήρυγμα, μέσα από την οποία αναδεικνύεται η αξία της συντροφικότητας και της φιλίας.
Σήμερα, στην εποχή των φιγουρατζήδων, η σεμνότητα και η αγνότητα του Κοτζιούλα φαίνονται μιας άλλης εποχής. Τώρα κοιμάται λησμονημένος και ήσυχος κάτω από τα πεύκα της Πεντέλης…θάρθει μια μέρα που η νέα γενιά θα τον ανακαλύψει και θα τον αγαπήσει…
Η Λιλίκα Νάκου γράφει για τον Γ. Κοτζιούλα
Σε αντίθεση με τον αποστειρωμένο κόσμο του παραμυθιού που κυριαρχούσε ως τότε στην παιδική λογοτεχνία, οι ήρωες και οι περιπέτειες των βιβλίων του Καίστνερ προέρχονται από την καθημερινότητα.
Η μάνα μας ξάπλωσε τα κορίτσια και τους έτριψε τις πλάτες με λάδι, για να μην κρυολογήσουνε που βράχηκαν. Το λάδι κάνει καλό και για το κρύωμα. Και για τις πληγές. Όταν χτυπήσεις στο παιχνίδι, βάλε λάδι να δεις πώς θα γιάνει αμέσως. Κι εκείνοι θέλουν να μας κόψουν τα δέντρα. Ας κοπιάσουν!
Δεν υπάρχει πιο εμβληματικό, πιο όμορφο, πιο σπαρακτικό, πιο ερωτικό μοιρολόι από την Μαργιόλα. Στην Ήπειρο η Μαργιόλα αρχίζει γάμους, τελειώνει κηδείες και συμμετέχει σπαρακτικά σε ζωντανούς αποχωρισμούς, όπως αυτούς των ξενιτεμένων.
Το 1924 δημοσιεύει το περίφημο “Σουρεαλιστικό Μανιφέστο”, όπου ο σουρεαλισμός, ή υπερρεαλισμός όπως συνήθως αποδίδεται στα ελληνικά ο όρος, ορίζεται ο “καθαρός ψυχικός αυτοματισμός, μέσω του οποίου στόχος είναι να εκφραστεί…η πραγματική διαδικασία της σκέψης. Είναι η υπαγόρευση της σκέψης, ελεύθερης από κάθε έλεγχο από τη λογική ή κάθε αισθητική ή ηθική ανησυχία”
Τι με κόφτει εμένα, ποιο Θεό πιστεύουν; Εγώ, σ’ όποιον κι αν δουλεύω, Τούρκο ή ραγιά, το ψωμί μου θέλω να βγάζω, τίμια και σωστά, κι απέ… Αυτά τα πράματα, κοριτσάκι μου, δε γίνονται έτσι στο βρόντο. Δε μας διατάζει η καρδιά μας να πιάνουμε στα καλά – καθούμενα το μαχαίρι και δόστου να πετσοκόβουμε τον άλλονε. Τα διατάζουν άλλοι αυτά.
Στις 13 του Φλεβάρη 2005 έφυγε από τη ζωή η Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ, από τις σημαντικότερες συγγραφείς της μεταπολεμικής πεζογραφίας με έντονο το ποιητικό ύφος στη γραφή της και ιδιαίτερα ευαίσθητη ματιά στο εσωτερικό της ανθρώπινης ύπαρξης και την επιμονή στην απόδοση των μικρών λεπτομερειών της καθημερινής ζωής.
Τυφλώθηκα από έναν έρωτα παράφορο και ανελέητο. Την ήθελα, πόσο την ήθελα! Δε λογάριασα τίποτα προκειμένου να την κατακτήσω. Θα κάνω τα πάντα για να μη χάσω την αγάπη μου, θα καταφύγω σε όποιο δόλιο μέσο χρειαστεί για να την κρατήσω κοντά μου. Για να χορτάσω εξουσία και δύναμη, για να γευτώ όσο περισσότερη εξουσία μπορώ!
Μετά το θάνατό του Στάλιν, το όνομα του Παστερνάκ εντοπίστηκε σε μια λίστα διάσημων ονομάτων, με πρώτο εκείνο του Σοστακόβιτς, με την ένδειξη “Μην αγγίζετε”.