Σε αντίθεση με τον παλιό του φίλο και συνεργάτη Ελία Καζάν, αρνήθηκε να γίνει πληροφοριοδότης και να καταδώσει άτομα που εμπλέκονταν με το ΚΚ ΗΠΑ.
Μπορεί μέχρι τέλους να μην ήταν εύκολο να βρεθεί σε κάθε βιβλιοπωλείο της σοβιετικής επικράτειας αντίτυπο κάποιων ή και όλων των έργων του Ντοστογιέφσκυ, σίγουρα όμως η μορφή του ενσωματώθηκε, με κριτικό και υπό συχνή διαπραγμάτευση τρόπο, αξεδιάλυτα στη σοβιετική πολιτισμική κληρονομιά.
Η συμπάθειά του για τους ναυαγούς της θάλασσας και της ζωής (όλοι και ζωντανοί και πνιγμένοι είναι ναυαγοί) φανερώνει ποιος είναι ο Αίτιος πίσω από το πούσι που τον κρύβει. Ο Αίτιος και ο Υπεύθυνος για το σκοτωμό των ανθρώπων του Λαού είτε με τον πόλεμο είτε με την πείνα και για το πνευματικό και το ηθικό τους σκοτάδι, είναι ο ίδιος διεθνικός Μινώταυρος, ο καπιταλισμός…
Έθεσε τις βάσεις ενός νέου είδους μυθιστορήματος, το οποίο θα συνδύαζε επιστημονικά γεγονότα με περιπετειώδεις μυθιστορίες.
Ένα από τα στοιχεία που διασφαλίζουν τη διαχρονικότητα του Ντίκενς είναι η οξεία αλλά ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινη κριτική που ασκεί στην σκληρά εκμεταλλευτική κοινωνία της εποχής του, της οποίας τα χαρακτηριστικά δεν περιορίζονται φυσικά στη βικτωριανή περίοδο.
Ήταν και ο χαλκός μες στο στόμα που δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Μια μεταλλική γεύση, στυφή, σαν έγνοια. Σηκώθηκε, φόρεσε το καπέλο του και έπεσε στο νερό, και αισθάνθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του ανάλαφρος, έτσι όπως παράκουσε το Χάρο.
Γιατί περπατώ; Γιατί έτσι! Γιατί μπορώ! Γιατί δεν γίνεται αλλιώς! Περπατώ όταν υπάρχει λόγος, περπατώ και για πλάκα! Περπατώ με μια γκάμα ατελείωτη…
Παρότι ο Τσέχωφ δε θεωρούσε εαυτόν σοσιαλιστή και θεωρείται από πολλούς αναγνώστες τους ως απολίτικος συγγραφέας,είναι φανερό πως υπάρχουν πολλά πολιτικά θέματα στα έργα του. Ζώντας στη Ρωσία κατά την αυτοκρατορική εποχή, δε θα μπορούσε παρά να διαμορφθεί από την κουλτούρα της, που χαρακτηριζόταν από μια καταπιεστική κυβέρνηση και επαναστατικές σοσιαλιστικές ιδέες.
Είδε αυτός μακριά κι είδε κοντά μας κι ακόμα φεγγοβόλα είν’ η ματιά του λες και ο χρόνος δεν την ξεθωριάζει: τα μάτια είναι της Κούβας τ’ ανθισμένα.
Όταν μετρώ τις ώρες που πέρασα πλάι του, δεν τις βρίσκω περισσότερες από δώδεκα, το πολύ δεκατρείς. Στις εννιά ή δέκα είμασταν μόνοι. Ήταν οι καλύτερες. Όπως ο κ. Ι. Α. Σαρεγιάννης έχω την εντύπωση πως κι εγώ γνώρισα πολύ τον Καβάφη, κι ας τον έζησα τόσο λίγο. Ίσως γιατί ήταν πυκνή σε ποιητικά θέματα και μνήμες η ομιλία του, όταν ήθελε.