Στις 3 του Γενάρη 1945, δολοφονείται από εγγλέζικο τανκ, στις μάχες της Αθήνας, ο 24χρονος Ευρυτάνας ποιητής και πρωταντάρτης του Άρη, Δώρης Άνθης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νίκος Ζωγραφόπουλος.
Για πολύ καιρό ο Έλιοτ θεωρήθηκε σαν ο ποιητής της εξέγερσης, ο ποιητής της απελπισίας, ο επικριτής που έσπασε την κρούστα μιας κοινωνίας για να δείξει – τόσο εύγλωττα – στην Έρημη χώρα την κενότητά της. Πάρα πολύ γρήγορα όμως, στην πραγματικότητα, φάνηκε πως ήταν και κάτι άλλο: Ο εξεγερμένος γρήγορα έδωσε τη θέση του στο στρατευμένο συντηρητικό.
Σκεφτήτε πόσα εκατομμύρια είμαστε! Σκεφτήτε αυτή η ανθρώπινη θάλασσα, που πλημμυρίζει τη γη, να πάρει συνείδηση της μεγάλης δύναμης που κρύβει μέσα της! Θα δήτε όλους αυτούς τους μετρημένους εκμεταλλευτές πως δεν ήταν τίποτες άλλο παρά κούκλες, αδύνατες, ψεύτικες κούκλες, γεμάτες άχυρα.
– Αυτός είναι ο Παπαδιαμάντης, μου ψιθύρισαν. Ένιωσα ένα ιερό δέος σα να έβλεπα κάτι το υπερφυσικό. Μέσα στη βροχή και τον άνεμο μου φάνηκε σαν μαύρο πουλί, διωγμένο από την καταιγίδα, που ήρθε ν’ απαγκιάσει στο φτωχό καφενεδάκι.
Ο Ρ. Γκόλφης ούτε γλωσσικές ιδέες άλλαξε, ούτε από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο πήδηξε στο αστικό. Αν και αποτραβηγμένος παρακολουθούσε την εσωτερική πολιτική κίνηση και την ανοδική πορεία της Σοβιετικής Ένωσης. Στα χρόνια του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου φώλιαζε μέσα του μίσος άσβεστο ενάντια στο φασισμό και χιτλερισμό.
Την Πρωτοχρονιά του 1912, γεννήθηκε στην Πλούμιτσα Κροκεών της Σπάρτης, ο μεγάλος μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. «Ο ποιητής δεν είναι ένα άτομο ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο… Δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη ζωή, από τα φαινόμενα, από τα γεγονότα, από τις παραστάσεις της…», έλεγε.
Πρέπει να θυμηθείς ότι είχαμε μαζί μας και 33 Σοβιετικούς στρατιώτες που τους απελευθερώσαμε απ’ το χιτλερικό στρατόπεδο της Στυλίδας. Γιορτάσαμε μαζί Πρωτοχρονιά. Θυμάσαι το πρωτοχρονιάτικο δέντρο τους;…Πρέπει να θυμάσαι τη νίλα των χιτλερικών στην Καμπιά…
Δε νιώθω οίκτο για τους αστούς τους ηττημένους. Κι όταν με παίρνει αποκάτω και λυπάμαι, σφίγγω τα δόντια και τα μάτια μου σφαλίζω. Θυμάμαι τις ατέλειωτές μου μέρες χωρίς παπούτσια και τριαντάφυλλα. Θυμάμαι τις ατέλειωτές μου μέρες χωρίς καπέλο κι ούτε σύννεφα. Θυμάμαι τις ατέλειωτές μου μέρες χωρίς πουκάμισο κι όνειρα. Θυμάμαι τις ατέλειωτές μου μέρες με το απαγορευμένο δέρμα μου.
Τίποτα – Τίποτα καλό σε σας δεν έχουν δώσει όσοι σοφοί κι αν πέρασαν και παντογνώστες και μεγάλοι. Ποιον περιμένετε ναρθεί; Ποιον καρτερείτε να σας σώσει;
Για μας στο χωριό η γέννηση ήταν πιο μεγάλη γιορτή από τη σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού. Τη γέννηση την ήθελαν και την έκαναν οι άνθρωποι, το θάνατο τον ήθελε και τον έφερνε μοναχά ο Θεός. Κι εμείς πιστεύαμε ότι οι άνθρωποι ήταν πιο δίκαιοι απ’ το Θεό.