– Φοβάσαι μη λυγίσω; Άκου, φίλε μου, να κάνω δήλωση γιατί; Να κερδίσω τι: δυο μήνες ζωή κι ύστερα; πάλι θα πεθάνω. Κι αν ζήσω χίλια χρόνια μήπως θα χορτάσω; Θα πω νυσάφι; όχι! Δεν έχει σημασία πόσο θα ζήσει κανένας, μα πώς θα ζήσει. Η ποσότητα δε βαραίνει, αλλά η ποιότητα. Αξία έχει το πώς θα πεθάνεις. Με το κεφάλι ψηλά, περήφανα ή μίζερα, κακομοίρικα. Ο χάρος τι θα πάρει: πτώμα ή αγωνιστή;
Ας μας φέρουν οι ταξικοί μας αντίπαλοι ένα δικό τους τραγούδι, που να έχει έστω τη μισή χάρη, τη φρεσκάδα και τη λεβεντιά που έχουν τα τραγούδια της Εθνικής μας Αντίστασης. Δεν έχουν!! Κι ούτε ήταν δυνατό να ’χουν. Γιατί δεν ήταν μόνο ξένοι προς το φρόνημα και το αίσθημα του ελληνικού λαού, ξένοι προς τον υπέροχο πατριωτικό του αγώνα, μα στάθηκαν και φανατισμένοι εχθροί του.
Μια μέρα, ο Χρήστος Δημούλας μου διαλάλησε την ποίησή του, καταλαβαίνοντας ότι το έργο του είναι το πρώτο concept πολύστιχο ποίημα για τους εργαζόμενους στις λαϊκές αγορές. Πηγαίο και βιωματικό καθώς ο ίδιος και η οικογένεια του δούλεψαν στις λαϊκές.
Ο Αλέχο Καρπεντιέρ θεωρείται ο σημαντικότερος πεζογράφος της Κούβας και ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς που έγραψαν στην ισπανική γλώσσα, κατά τον 20ο αιώνα. Tα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, ενώ οι συνεχείς επανεκδόσεις του συνόλου του έργου του, επιβεβαιώνουν ότι ανήκει στους κλασικούς συγγραφείς.
Κι όμως, αν και συνομήλικοι σχεδόν, τάφερε η μοίρα να γίνει αυτός δάσκαλός μου και εγώ μαθητής του…
Ο Πέτρος Σκυθιώτης γεννήθηκε το 1992 στη Λάρισα. Σπούδασε Παιδαγωγικά. Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή, τη “Συνθήκη ισορροπίας” (Εκδόσεις Θράκα, 2014). Το 2015 συμμετείχε στο 2ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών, στο πλαίσιο της 12ης Δ.Ε.Β.Θ.
Χριστούγεννα του ’44. Πολεμικά Χριστούγεννα. Όλοι στη μάχη. Όλοι στα οδοφράγματα, Κι’ οι μαυροφορεμένες μάνες, που πλήθυναν τόσο πολύ τις τελευταίες μέρες, με τα μάτια ακόμη νωπά, κουβαλάνε σίδερα και πέτρες για τα οδοφράγματα της Αθήνας μας, που ‘ναι το σύμβολο της παγκόσμιας λευτεριάς.
– Εάν τις αστός σε ραπίσει επί την δεξιάν στρέψον αυτώ και την ετέραν. Εάν όμως οι εργάτες ζητήσουνε ψωμί δόστε τους σφαίρες.
Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουν μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.
Το μόνο που επιθυμούσα ήταν να παρουσιάσω με τον δικό μου τρόπο μερικές από τις πλέον γόνιμες, η καθεμιά με τον δικό της τρόπο, ποιητικές καταθέσεις της περιόδου ενός λογοτεχνικού κινήματος που διαμόρφωσε βαθιά τη γαλλική, και όχι μόνο, λογοτεχνία.