Στην Ομόνοια, στου Χατζηγιάννη και Κυριακού φαντάζουν στις βιτρίνες τα χοιρομέρια και τα φρέσκα βούτυρα, τα σαλάμια, τα χαβιάρια και οι μουρταδέλες. Στου Λαμπρόπουλου και στου Χρυσικόπουλου μπαινοβγαίνει ο Χριστός με τις γούνες…ο Χριστός που έφαγε και θα φάει πάλι…ο Χριστός με τα διαμαντικά και τα μπιζού…ο Χριστός των πλουσίων.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, “Τι σε νοιάζει εσένα;”, μου λέγανε, “θα βρεις το μπελά σου, σώπα”.
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι “Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα”
Στη δεκαετία του ’50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε: «Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις». Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμα λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν.
Χαρτί και πέτρα η Ευρώπη, στο χάρτη της σμπαράλια, τρέμει κι αιώνες καταρρέει χωρίς σταματημό. Μια θάλασσα στις φλόγες σαν βάλτος από πίσσα. Κι όσοι ως τα χτες για Αλήθεια και Δίκιο τραγουδήσαν πικρό έχουν τώρα ύπνο βαθιά στη μαύρη γη… Στάλιν, οδηγητή.
Κάμποσα χρόνια τώρα περίμενε τον Άη Βασίλη να περάσει απ’ το φτωχικό του πατέρα του και να του φέρει δώρα. Μα ο άγιος δεν φαινόντανε πουθενά. Κρατούσε γι’ αυτόν και για τάλλα φτωχόπαιδα του χωριού μια κακία περίεργη. Μια κακία που δεν μπορούσε να τη φαντασθεί πως ταίριαζε σ’ έναν άγιο, σαν τον Άη Βασίλη…
Κυβερνήτη, πολέμαρχε, εκεί που ένα στόμα για λευτεριά φωνάζει, εκεί που ένα αφτί αφουγκράζεται, εκεί που ένας στρατιώτης κόκκινος τους φαιοχίτωνες τσακίζει εκεί που η δάφνη της λευτεριάς βλασταίνει, εκεί που μια σημαία καινούργια βάφεται απ’ το αίμα της εξαίσιας χαραυγής μας, Μπολιβάρ, κυβερνήτη, εκεί μπορεί να δει κανείς το πρόσωπό σου.
Το έργο της βέβαια αυτονομείται από τη μετέπειτα πολιτική της διαδρομή. Ή μάλλον, για την ακρίβεια, αυτή η ίδια διάλεξε να αυτονομηθεί από το δικό της έργο, και τις ιδέες που εξέφραζε τον καιρό που έγραφε αυτά τα βιβλία. Και αυτά ακριβώς είναι που μένουν σήμερα -και θα μείνουν διαχρονικά- ως χρυσή παρακαταθήκη, για την παιδική -και όχι μόνο- λογοτεχνία…
—Να ’ταν η θάλασσα κρασί και τα βουνά μεζέδες!
Κανένας δεν κατάλαβε τι έλεγε η Καμπάνα. Γιατί καθένας άκουγε τη δική του σκέψη. Κ’ ύστερα γυρίσανε όλοι στα σπίτια τους με την φανφάρα, που έπαιζε χαρούμενα κομμάτια. Εκεί στο σπίτι τους ανάμενε ζεστό φαγί και ζεστή αγκαλιά. Κ’ είτανε όλοι τους βαθιά περήφανοι με την ιδέα, πως έχουνε την πιο κ α ι ν ο ύ ρ ι α και την πιο μ ε γ ά λ η Καμπάνα σ’ όλη τη Γης.
Η απόδοση ριζοσπαστικών αντιλήψεων στην Ώστεν έχει να κάνει περισσότερο με σύγχρονα άγχη σχετικά με την οικειοποίηση της κληρονομιάς της από Τόρηδες πολιτικούς, μεταξύ των οποίων και η ίδια η Τερέζα Μέι. Στην ΕΣΣΔ η εκδοτική έκρηξη των βιβλίων της συμπίπτει με την περίοδο της γκλάσνοστ και της περεστρόικα, ενώ γνώρισε νέα ύψη μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση από το 1991.