Ο Νέλσον Μαντέλα υπήρξε προσωπικότητα παγκόσμιας ακτινοβολίας, που η αγωνιστική διαδρομή του ενέπνευσε εκατομμύρια αγωνιστές σε όλο τον κόσμο.
Μα πάνω απ’ τη λάσπη που περπατάνε με τα μαστίγιά τους οι μισθοφόροι της νύχτας, κι απάνω απ’ όλες τις φυλακές, πολύ πάνω, ψηλότερα από κάθε άλλη φορά.
– Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας! Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας!
Αδέλφια μας όλου του κόσμου.
Η σημαία μας κυματίζει ακόμα.
Στην Ομόνοια και στο Σύνταγμα, στους μεγάλους δρόμους, στις παρόδους, που πέφτουν μέσα και βροντάν σαν κρεμαστά ποτάμια, βράζει θυμός γίγαντα που πάλαιψε με θηρία και πάνε τώρα να του τη σκάσουν τζουτζέδες. Καταλαβαίνει ότι συνωμοτούν να τον διπλώσουν σε σκοτεινά παιχνίδια κ’ η αγαθή ψυχή μαζεύει σύννεφα, γίνεται πηχτός ουρανός έτοιμος να ρίξει φωτιές…
Και μόλις ο λαός με το αίμα του, με τον ηρωισμό του, με τη θυσία του σήκωσε ψηλά τον ήλιο της λευτεριάς πάνω απ’ την πατρίδα, ήρθε ο Δεκέμβρης. Έφυγε τσακισμένος ο φασισμός και πλάκωσε σιδερόφρακτος ο ιμπεριαλισμός. Η Αθήνα, που δεν είχε προφτάσει να πλύνει ακόμα το πρόσωπό της από τους καπνούς της μάχης με τους φασίστες καταχτητές βρέθηκε και πάλι ζωσμένη από νέον επίβουλο εχθρό.
-Ο “νόμος”!… έκανε το αφεντικό. Πφ!… Ο “νόμος”, αγαπητέ μου, είναι -πώς να σου το πω- είναι σαν το… λάστιχο! Ακριβώς σαν το λάστιχο. Σε συφέρνει; Τον τραβάς εκεί που θες και κάνεις τη δουλιά σου. Δε σε συφέρνει; Τον αφήνεις να τεμπελιάζει σαν το χασαπόσκυλο… Από τότε ήρθε κι έσμιξε στο μυαλό του Αντώνη ο “νόμος” και τ’ αφεντικό κι έγιναν ένα πράμα αξεχώριστο.
Ο κεντρικός ήρωας όλου του έργου του Δοστογιέφσκι είνε ο ταπεινός, ο περιφρονημένος, ο μισοπάλαβος, που ζει τον πόνο του, όχι μονάχα με ηρωισμό, μα μ’ ενθουσιασμό κ’ ευγνωμοσύνη. Ένα είνε το χρέος του ανθρώπου και συνάμα η μεγάλη του ευτυχία: ν’ αγαπά τους ανθρώπους, να νοιώθει τον πόνο τους και να θυσιάζεται.
Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι. Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί μα δε σταθήκανε. Περάσανε αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες καθώς τους χώνευε το βουνό. Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου…
γιατί στην Κούβα βλάστησ’ ένας σπόρος / χιλιάκριβος με χίλιες προσδοκίες: / της περηφάνιας μας ο σπόρος, χρόνια / πληγές γεμάτος, πατημένος, πέφτει / στις γράνες, και υψώνονται οι σημαίες / μιας Επανάστασης Αμερικάνας.
Ωραίο κόλπο σερ. Έχουμε τόσους να ψωμολυσσούν και τα προιόντα σου στα ράφια να ξεμένουν είναι κρίμα. Ωραία τακτική του μακρινού ʻ51! Μεταπολεμικιά.
«Σε αυτές τις οδυνηρές, αλλά και νικηφόρες στιγμές που περνάνε οι λαοί της Αμερικής, το ποίημά μου για τον Μπολιβάρ, με μικρές αλλαγές, μπορεί να ειπωθεί ότι απευθύνεται στον Φιντέλ Κάστρο, επειδή στους αγώνες για την ελευθερία, κάθε φορά αναδύεται η μοίρα ενός ανθρώπου, που με το μεγαλειώδες πνεύμα του θα δώσει σιγουριά στην ιστορία των λαών μας».