Μια «παραφωνία»… Αυτό ήταν η Γαλάτεια στις αρχές του περασμένου αιώνα. Τολμά να πάρει τη ζωή στα χέρια της, να διεκδικήσει το δικαίωμα στον έρωτα, στη δημιουργία, στην καλλιτεχνική αναζήτηση.
Ο Γιάννης Ρίτσος διαβάζει στίχους από τη «Ρωμιοσύνη», σκορπίζοντας ρίγη ενθουσιασμού και συγκίνησης, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες λαού τραγουδάνε τα λόγια του ποιητή, που έκανε τραγούδι ο Μίκης Θεοδωράκης.
«Όπως το σώμα μου έχει ορμόνες που κάνουν τα γένια μου να μεγαλώνουν, έτσι έχει κι ορμόνες που με κάνουν κομμουνιστή. Δεν πρόκειται να αλλάξω, θα ήταν ντροπή να γίνω κάποιος άλλος…»
«Όλα είναι επιλεγμένα από τον ποιητή, εκτός από τις μεγάλες φωτογραφίες του, που κρίναμε σκόπιμο να παρουσιάσουμε για να έχει ο επισκέπτης την εντύπωση ότι ο ίδιος ο Μαγιακόφσκι τον καλωσορίζει και είναι παρών, όπως και τότε (1930) σ’ εκείνη την έκθεση, που καθημερινά, από το πρωί μέχρι το βράδυ, ο ποιητής παραβρισκόταν και συζητούσε με τον κόσμο»
Διήγημα του Δημήτρη (Τάκη) Χατζή, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, σπουδαίου λογοτέχνη – συγγραφέα, που γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 13 του Νοέμβρη 1913.
Πολύπλευρος και ακαταπόνητος…με μια θέληση αδάμαστη…Γράφει, ζωγραφίζει, σκαλίζει πέτρες και κόκκαλα, παίζει στις ορχήστρες της εξορίας, διδάσκει χορό και κάνει τις χορογραφίες για τις παραστάσεις που κάνουν οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, μοιράζεται με τους συντρόφους του τις καθημερινές αγγαρείες, δεν επιτρέπει στον εαυτό του μια στιγμή ανάπαυλας. Αγρυπνεί.
Και τι είναι αυτός ο Τσάρος τέλος πάντων; Μια νούλα! Κι’ η Τσαρίνα; Ξέρεις τι είναι; Μια π…! Κάνουνε πόλεμο, ο πλούσιος μαζεύει πλούτια, κι’ εμείς σκοτωνόμαστε…«Αυτή είναι η κοινωνία που τη φτιάξανε τέτοια απ’ τα παλιά χρόνια για το συμφέρο τους…Κι’ εσύ, κοζάκε, δούλευε, δούλευε σκλάβος όλη σου τη ζωή, και στο τέλος θα πάρεις τον…ξύλινο σταυρό του νεκροταφείου!»
Η θανάτωση ύστερ’ από καταδίκη είναι δυσανάλογα φριχτότερη απ’ το φόνο που διέπραξε ο ληστής. Εκείνον που τον σκοτώνουν οι ληστές, τον σφάζουν, τη νύχτα στο δάσος ή όπου αλλού, κι εκείνος το δίχως άλλο ελπίζει ακόμα πως θα σωθεί, το ελπίζει ως την πιο τελευταία στιγμή…δώ υπάρχει καταδίκη, κι ο τρομερός πόνος βρίσκεται ίσα – ίσα στο γεγονός πως το ξέρεις ότι είναι των αδυνάτων αδύνατο να την αποφύγεις…
– Γιάννη Ρίτσο, ποιητή μας, σ’ αγαπούσαμε πολύ. Η αγάπη μας παρακάλεσε πολύ να κερδίσεις τη μάχη, μα όπως κι εσύ το γράφεις, οι παρακλήσεις των αδυνάτων δεν εισακούγονται…κι εδώ, Γιάννη Ρίτσο, ο θάνατος κάνει πιο αισθητή την αδυσώπητη επέμβασή του: Γιατί όλα όσα λέγονται και γίνονται γύρω σου τα ’ξερες, τα πρόβλεπες, τα φανταζόσουν.
Ο Τάσος Λειβαδίτης και οι «Μαρτυρίες» του Γιάννη Ρίτσου