Σ’ αυτή τη βράχινη γη το τραγούδι είναι τροφή και βάλσαμο, μαζί του γίνονται πλατάνια οι καρδιές κι ο λυγμός γίνεται αηδόνι στα κλωνάρια τους τόσο γλυκόλαλο που τις συνοδεύει ως το θάνατο.
«Και δεν μπορεί να μην αναφερθεί εδώ η κυριολεχτικά ζωοδότρα επίδραση που είχαν τα σοβιετικά βιβλία στους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού στα χρόνια του ένοπλου αγώνα. Στο σακίδιο των αγωνιστών της λευτεριάς μπορεί να μην έβρισκες ψωμί μέσα, αλλά βιβλία…θάβρισκες σίγουρα»
Αν υπάρχει νοσταλγία, είναι για τα πράγματα που ποτέ δεν είδαμε, για τις γυναίκες που μαζί τους δεν κοιμηθήκαμε κι ούτε ονειρευτήκαμε και για τους φίλους που δεν αποκτήσαμε ακόμα, τα βιβλία που δε διαβάσαμε, τα φαγητά που αχνίζουν στη χύτρα κι ακόμα δεν τα δοκιμάσαμε. Αυτή είναι η αληθινή νοσταλγία, η μοναδική.
Ποτέ δε θα μπορέσουμε να μετρήσουμε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους όπως εκείνος… Είναι πάρα πολλοί, ξαναγεννιούνται συνεχώς… Η δύναμή τους είναι μεταδοτική. Βαδίζουν μπρος από το μέλλον… Όλα μπορούν να ξεχαστούν, όχι η δική τους εμπιστοσύνη στη ζωή…
Σαν σήμερα, στις 23 του Σεπτέμβρη 1973, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Χιλιανός κομμουνιστής ποιητής, και ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ού αιώνα, Πάμπλο Νερούδα.
“Τιμή σ’ εκείνους που άσβεστη κρατούνε την ελπίδα Σ’ εκείνους που ορθώνονται μπροστά στην απειλή και την οργή…”
Ο Σεφέρης υποστήριζε ότι εξ αιτίας αυτής της ομιλίας ο Γεώργιος Παπανδρέου μόλις ανέλαβε την εξουσία τον απομάκρυνε από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών, γιατί αυτά που ανέφερε στην ομιλία δεν άρεσαν σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα που βρίσκονταν μεταξύ των ακροατών.
Στην Αμερική, όλοι γελούσαν τότε με την ιδέα και μόνο του σοσιαλισμού, γιατί, στην Αμερική, όλοι ήταν ελεύθεροι. Λες κι η πολιτική ελευθερία μπορούσε να κάνει τη σκλαβιά του μεροκάματου πιο ανεκτή.
Έψαξε η γριά, βρήκε το κεφάλι του γιου της, το δίπλωσε στην ποδιά της και γύρισε στο σπίτι της που την περίμενε ο γέρος της. Το ’πλυναν οι δυο τους, το ’θαψαν κι ύστερα πήραν τους δρόμους.
Αφιερώνεται σ’ όλους εκείνους που θα πουν: «Αυτό δεν αφορά εμένα».