Ο Παναγιώτης Μηλιώτης γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα όπου ζει κι εργάζεται ως ηλεκτρονικός. Παρακολούθησε το διετές ποιητικό εργαστήρι του ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα και κριτικά δοκίμια σε διάφορα περιοδικά.
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών ο θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος Κώστας Μουρσελάς.
Τα έργα του Τσέχωφ έγιναν οικουμενικά και διαχρονικά γιατί αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση, τους χαρακτήρες με τις αρετές, τα ελαττώματα και τα πάθη που χαρακτηρίζουν όλους τους ανθρώπους, αλλά και τα κακώς κείμενα της ρωσικής κοινωνίας εκείνης της εποχής.
Ο Φώτης Κόντογλου (γεννήθηκε στις 8 του Νοέμβρη 1895 και έφυγε από τη ζωή στις 13 του Ιούλη 1965) υπήρξε από τους κορυφαίους ζωγράφους της χώρας μας και σημαντικός πνευματικός δημιουργός του 20ου αιώνα.
Ένα μικρό βιβλίο νεανικών ποιημάτων έχει ξεπεράσει πολλά φημισμένα μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Και φυσικό είναι να προσπαθούν οι κριτικοί να εξηγήσουν το φαινόμενο της τεράστιας αυτής επιτυχίας.
Ο Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα (γεννήθηκε στις 12 του Ιούλη 1904, κι έφυγε απ’ τη ζωή στις 23 του Σεπτέμβρη 1973) ποιητής παγκόσμιος, του πάθους και του αγώνα, υπέστη διωγμούς κι αποκλεισμούς για τις ιδέες του. Οργανώθηκε το 1945 στο Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής και συνέδεσε τη ζωή του και το έργο του με τις αγωνίες και τους αγώνες των εργατών όλου του κόσμου.
Πώς το διάσημο μυθιστόρημα «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, στάθηκε πολύτιμο εγχειρίδιο στρατιωτικής τακτικής για τον Φιντέλ Κάστρο και τους αντάρτες, στη νικηφόρα πορεία της Κουβανικής Επανάστασης, από τις βουνοκορφές της Σιέρρα Μαέστρα στη θριαμβευτική είσοδο στην Αβάνα.
«Τι ωφελεί η καλοσύνη Όταν οι καλοί παρευτύς δολοφονούνται Ή δολοφονούνται αυτοί Που δέχονται την καλοσύνη; (…) Τι ωφελεί η λογική Όταν το παράλογο μονάχα εξασφαλίζει την τροφή που ο καθένας χρειάζεται;»
“Μας κυνηγούν, λένε. Ό,τι έκαναν και σ’ εμένα. Μαχαίρωνε κάποιος Ιταλός ένα συμπατριώτη του στο Μόναχο και την πλήρωνα εγώ στην Κολονία. Έκλεβε ένας Έλληνας πορτοφόλι στην άλλη άκρη της Γερμανίας και ψάχνανε τις τσέπες τις δικές μου. Μας εκμεταλλεύονται, ισχυρίζονται. Και σ’ εμένα το ίδιο κάνανε…”
«Το καλοκαίρι πάλι, έκαιγε ακέριο το βουνό σαν καμίνι, άχνιζε με τα πέτρινα ρουθούνια του, σαν παράξενο τέρας, το καυτερό του χνώτο καταπρόσωπο στο σπίτι μας· διατηρούσε τη ζέστα πιο πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, ως τις 2 ή τις 3.»