Αδημοσίευτη ποίηση του Γιώργου Δ. Μπίμη
“Σ’ αυτόν το δρόμο ακούγονται μόνο οι άριες των αστεριών και τα πουλιά που ξεσηκώνονται τη νύχτα κάθε νύχτα κι αλλαφτοφτερουγούν απ’ τη χαρά τους…”
“Ένας ολόχρυσος ήλιος με τις ολοφώτεινες αχτίνες του στέλνει τη ζωή στα στρατόπεδα της Νίκης σου και μαζί τους το μελτέμια της Μεσογείου φέρνουν τις φωνές της συμπαράστασης στο δίκιο σου.”
“Κι ως με τον άνεμο θα πάλευε ο καπνός σου κ’ η στάχτη σου θα ράντιζε τον κόσμο, φτερά αητού να κόλλαγαν στις ρόδες σου, του ρήγα αιθέρα αμάξι να γινόσουν και σα ν’ αντίκρυσαν από μακριά κόκκινα λάβαρα ν’ αγρίευαν οι ταύροι σου, να χύνονταν στον κάμπο!”
“…κάνε τα πάντα για να πιάσεις την καλή, πάτα στον λαιμό τον μεροκαματιάρη, κλέψ’ του το ψωμί, άδειασε τα δημόσια ταμεία, αν προκύψει κάποιο πρόβλημα, μην φοβάσαι, δεν θα πας φυλακή, αρκεί να έχεις κλέψει αρκετά…”
“Γέμισε ο τόπος ρουφιάνους άνθρωποι που πουλιούνται φτηνά για 5 ευρώ για ένα καφέ και μια τυρόπιτα…”
“Πεταμένα τα λουλούδια της στον δρόμο, δεν πρόλαβε να τα μυρίσει, έφυγε νωρίς, βιαστικά, σχεδόν σα φάντασμα, πατώντας επάνω στη φρεσκοστρωμένη άσφαλτο…”
“Ετοιμάσου, ζαλίστηκαν τα πελάγη κι αλυχτάνε τα σκυλιά του φεγγαριού. Ετοιμάσου! – Να μην είναι η θέση σου κενή στους αγώνες! “
“Λες: Πολύν καιρό έλπιζες. Δε μπορείς άλλο πια να ελπίζεις. Έλπιζες τι; Πως ο αγώνας θαν’ εύκολος;
Δεν είν’ έτσι. Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες…”
Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη