Το πλοίο φεύγοντας για την Κρήτη, έμοιαζε, ερήμην του, με βρόμικο χαρτονόμισμα πάνω στη θάλασσα…
“…Κι όσοι παλεύουν με την μοναξιά, προσπαθούν να κρατηθούν από τα απομεινάρια του καλοκαιριού Πρώτου παγώσει την ψυχή τους ο χειμώνας”
Ήταν βράδυ στου Πειραιά το λιμάνι Κι ένα καράβι έτοιμο για να σαλπάρει Η θάλασσα σαν το χυμένο μαύρο μελάνι […]
“Εκεί μακριά στο πέλαγος μου δείχνουν τα σημάδια Μάνες απαρηγόρητες στου ερέβους τον γκρεμό Τη θάλασσα να υψώνεται να πνίγει στα σκοτάδια Ψυχές ανυπεράσπιστες που ψάχνουν ριζικό…”
“…Δεν πρόλαβε να γευτεί τη λευτεριά που αγαπούσε Για εκείνη που αγωνίστηκε ηρωικά όσο ζούσε. “
“…Ανέκαθεν το κόλπο ήταν μεγάλο. Σε ρούφηξαν και τώρα σε πετάνε, σαν το τσιγάρο, κάτω σε πατάνε, και από το πακέτο ανάβουν άλλο.”
“Το όνομά σου Κυριακή, όλοι οι δικοί σου χαθήκανε στους αγώνες, τους τιμούσαν συχνά με τελετές και λόγους και στεφάνια, μα εσύ τα σιχαινόσουν όλα αυτά…”
Αποφεύγοντας τα μεγάλα λόγια και τους ύμνους για τον Μίκη Θεοδωράκη, ας αναφερθούμε στην ποίησή του και τους στίχους του, που συναντάμε στα τραγούδια του. Η ποιητική γραφή του στο μουσικό του έργο, ως βίωμα του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη, ταυτίζεται με την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας.
Αδημοσίευτη ποίηση, του Γιώργου Δ. Μπίμη
“Μπροστά μπροστά”, φώναξε η επικεφαλής. “Μπροστά μπροστά”, επανέλαβε το πλήθος των γυναικών. Οι αστυνομικοί που φύλαγαν τη γωνία αναδιπλώθηκαν. Δεν τις χτύπησαν. Πυροβολούσαν στον αέρα. Οι γυναίκες τους αφαίρεσαν τα όπλα…