Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη
“Μα τι θ’ απογίνεις τώρα; Φεύγουν Πρόεδρε με φόρα άδειασε η Κουμουνδούρου πάει η Πόπη, πάει κι η Δούρου…”
“Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις Να μην τις παίρνει ο άνεμος.”
“Όλος τούτος ο λαός που περιμένει στο λιμάνι τα πλοία, έπαιξε τη ζωή του στα ζάρια με τους ανέμους και τώρα ξυπόλητος και γυμνός νοσταλγεί μιαν επιστροφή απ’ την αιχμαλωσία του…”
“Έξω οι φονιάδες θα ποτίζουν με το αίμα τους τα δέντρα, ένας μεγάλος κόκκινος ήλιος, τιμωρός, θα μετράει το ύψος του ανθρώπου…”
“Τ’ άγγιγμά του το γλυκό, σαν το πουλί, επέταξε μακριά. Στην κάμαρη, μαύρο, πυκνό σκοτάδι. Ο ήλιος βγήκε το πρωί και έδυσε πριν φέξει.”
“Αν είν’ ο λάκκος σου πολύ βαθύς Χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς”…
“Δεν έχω ανθούς, μαλάματα κι άνοιξες να χαρίσω ποιήματα έχω ακριβά τον κόσμο ν’ αρμενίσω Δεν έχω μάγισσας ραβδί κι αθάνατο νερό έχω της μάνας την κραυγή απ’ άγριο καιρό…”
“…είδα ανθρώπους να κυνηγάνε το άφθαρτο και το άπιαστο και άλλους πνιγμένους σε μια θάλασσα προλήψεων! Βημάτισα στον καθρέφτη του κόσμου…”
“Εκεί που σμίγει το σκοτάδι Με το πρώτο φως της προσμονής Ίδιο φως των αιώνων Θα βγούμε…”