“Δεν έχω ανθούς, μαλάματα κι άνοιξες να χαρίσω ποιήματα έχω ακριβά τον κόσμο ν’ αρμενίσω Δεν έχω μάγισσας ραβδί κι αθάνατο νερό έχω της μάνας την κραυγή απ’ άγριο καιρό…”
“…είδα ανθρώπους να κυνηγάνε το άφθαρτο και το άπιαστο και άλλους πνιγμένους σε μια θάλασσα προλήψεων! Βημάτισα στον καθρέφτη του κόσμου…”
“Εκεί που σμίγει το σκοτάδι Με το πρώτο φως της προσμονής Ίδιο φως των αιώνων Θα βγούμε…”
“…δεν θέλουμε επιδόματα, θέλουμε μια δουλειά, από την οποία θα ζούμε με αξιοπρέπεια…”
Και σαν βλέπω το Μίσος πως άντεξε χρόνια, καθάριο μου είναι: Αδράνησα… Δική μου η ευθύνη που επέτρεψα το ανάστημα, ξανά, να υψώσει.
“…Και μια μέρα ανακατεύτηκε ξανά αυτών η καταβόθρα Και αναδύθηκε μια αλλιώτικη και τόσο γνωστή μπόχα.”
Την ψήφο μου χρειάζονται και είμαι εξουσία, σε μία μονοήμερη, κουτσή δημοκρατία. Απόψε νιώθω δυνατός και όλους τους διατάζω, απ’ αύριο που θα ξεχαστώ, στη χύτρα μου θα βράζω.
“…Όρθωσε πια το σβέρκο σου ραγιά και κοίταξε μπροστά. Δες οι Χριστοί πως ρίχνουνε, φως μέσ’ τη σκοτεινιά.
Κοίταξε τα χαμόγελα τα φωτεινά τους μάτια, τα λάβαρα τα κόκκινα πως έχουν υψωμένα…”
Δεν χάθηκες, μικρέ, καλέ μου Ιλχάμ, όταν σε φωνάζαν οι εμπόροι «λάθρο» κι όταν με οργή σου σιχτιρίζαν το Ισλάμ στου φασισμού στεκούμενοι το βάθρο
Σου δώσαν την εικόνα κάποιου άλλου, τον βάφτισαν αντίπαλο κι εχθρό σου. Σε ντόπαραν με ψεύτικες ελπίδες, να εκτελείς δειλά και να σωπαίνεις.